Όταν οι πολιτικές συμπεριφορές πηγάζουν από «ιεραποστολική» προσήλωση σε ιδέες, είναι μεν μονομερείς και αμετάπειστες, αλλά οι φορείς τους δικαιώνονται ηθικά από την εμμονική προσήλωση σε αυτές (ΚΚΕ). Όταν η ταλάντωση μεταφέρεται από το ένα άκρο στο αντίθετό του, αναλόγως της συγκυρίας, καταδεικνύεται έλλειψη πολιτικής ηθικής και περίσσευμα πολιτικού αριβισμού (ΣΥΡΙΖΑ).
Είχαμε μείνει αποσβολωμένοι από τον αριστερό Πρωθυπουργό Τσίπρα, όταν απολαμβάνοντας τα μεγαλεία της πρόσκλησης στον Λευκό Οίκο, έκανε χωρίς φειδώ κομπλιμέντα στον Ντόναλντ Τραμπ. «Η προσέγγισή του στα πράγματα και ο τρόπος που αντιμετωπίζει την πολιτική μπορεί να μοιάζει διαβολικός αλλά είναι για καλό», είχε πει.
Ήταν ο ίδιος που ένα χρόνο πριν, σε ομιλία του σε διεθνές συνέδριο δήλωνε: «Ποιος θα πίστευε ότι φαβορί των Ρεπουμπλικάνων στις ΗΠΑ θα ήταν ο Τραμπ με όλα όσα σηματοδοτεί αυτή η υποψηφιότητα; Ελπίζω να μην μας βρει κι αυτό το κακό, να εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ».
Και αφού το κακό μας είχε βρει, ακάθεκτος ο Έλληνας Πρωθυπουργός δήλωνε ενώπιον του «κακού» ότι κατά τη συνάντηση δεν αισθάνθηκε ότι απειλείται αλλά ότι υπάρχει γόνιμη προοπτική. Και μας αποτελείωνε διαπιστώνοντας: «Βασική η αξία της δημοκρατίας που διατρέχει την αμερικανική κουλτούρα, αυτήν υπηρετεί και ο πρόεδρος»!
Φυσικά οι διεθνείς σχέσεις απαιτούν δημόσιες σχέσεις, και χρέος των πρωθυπουργών είναι να τις καλλιεργούν χάριν και προς όφελος των χωρών τους. Ουδέν ψέγος ως προς αυτό. Στη συνήθεια των ακραίων μετατοπίσεων Τσίπρα αναφερόμαστε.
Από την κηδεία του Φιντέλ «των φτωχών, των καταπιεσμένων, των ανυπότακτων», τον οποίο κατευόδωσε με το σύνθημα Hasta la victoria siempre! - Πάντα μέχρι τη νίκη (αφού είχε υπογράψει το δικό του μνημόνιο στους «καταπιεστές»), σε λίγες ημέρες βρέθηκε χωρίς αιτιολογημένη ατζέντα στην Ουκρανία, να μιλάει μελιστάλαχτα στον ακροδεξιό πρόεδρο Ποροσένκο.
Το ωραίο ήταν ότι όταν τον Μάρτη του 2014 είχε επισκεφτεί την Ουκρανία ο Ευ. Βενιζέλος ως υπουργός Εξωτερικών, ο ΣΥΡΙΖΑ με λάβρη ανακοίνωση τον κατήγγειλε ότι «νομιμοποίησε την υπηρεσιακή κυβέρνηση». Ενώ για την επίσκεψη Βενιζέλου στη Μαριούπολη (παρόλο αυτή είχε στόχο να καθησυχάσει τους Έλληνες της διασποράς), τον κατηγορούσε ότι «δεν έκανε καμιά αναφορά στη λεγόμενη κυβέρνηση εθνικής ενότητας στο Κίεβο, στην οποία συμμετέχουν, ακροδεξιά και νεοναζιστικά μορφώματα».
Ε λοιπόν, τους ηγέτες που είχαν αναδείξει αυτά τα «ακροδεξιά και ναζιστικά μορφώματα» συνάντησε και ο Τσίπρας, ο οποίος με τη σειρά του «νομιμοποίησε την κυβέρνηση», και φυσικά «δεν έκανε καμιά αναφορά» όπως απαιτούσε από τον Βενιζέλο!
Μάλιστα είχε κάνει και δήλωση «να επικρατήσει το διεθνές δίκαιο» για τη διένεξη με τη Ρωσία. Αυτονόητη μεν στην απλότητά της η δήλωση, η οποία συντονιζόταν όμως με τη ρητορική της Δύσης και στρεφόταν εμμέσως κατά της Ρωσίας.
Προχθές στη Βουλή ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αναφερόμενος στη δίοδο των Αμερικανών μέσω Αλεξανδρούπολης, ήταν λογικό να εκφράσει τους προβληματισμούς του - τους οποίους πολλοί έχουμε. Αντί γι’ αυτό κατήγγειλε τον Μητσοτάκη ότι θεωρεί πως «η Ιστορία επιβάλλει να θεωρούμε πως ότι είναι καλό για τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών είναι καλό και για τα δικά μας συμφέροντα».
Πάλι θα λέγαμε… ωραία τα λέει, αλλά ήταν Πρωθυπουργός τότε και δεν έβγαζε μιλιά, δίνοντας το «οκ» στον υπουργό του Πάνο Καμμένο να προωθεί τη δημιουργία αμερικανικών βάσεων σε Βόλο, Λάρισα, Κάρπαθο, αλλά και… Αλεξανδρούπολη!
Και φυσικά είναι δικαιολογημένη η έκπληξη του Αμερικανού πρεσβευτή Τζ. Πάιατ για την πρόθεση ΣΥΡΙΖΑ να καταψηφίσει ότι στην ελληνοαμερικανική Αμυντική Συμφωνία: Μα «η αναγέννηση των αμυντικών σχέσεων Ελλάδας - Ηνωμένων Πολιτειών ξεκίνησε πραγματικά κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ»!
Αυτό είναι το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ και θα συνεχίσει να είναι. Η έλλειψη αξιοπιστίας που απορρέει από την ακραία ταλάντευση. Όποια θέση και να πάρει την εκφράζει με ακραία ρητορική, και όταν η πραγματικότητα τον αναγκάζει να υιοθετήσει την αντίθετη, πάλι τη δικαιολογεί με τον ίδιο ακραίο τρόπο. Ουδεμία συνέπεια λόγου.
Και αυτό δεν θα αλλάξει γιατί ο Τσίπρας στην ηλικία του δεν μπορεί να αλλάξει. Και γιατί δίπλα του μεγάλωσε μια γενιά στελεχών με πολιτικό λόγο καθ’ εικόνα και ομοίωση. Ένας από τους λόγους που η κοινωνία «κείται μακράν».