Του Αλέξανδρου Διαμάντη
Έκθεση-ράπισμα για την κυβερνητική πολιτική εξέδωσε το Γραφείο Προϋπολογισμού του κράτους στη Βουλή για το τρίμηνο Ιούλιο με Σεπτέμβριο του 2016. Συγκεκριμένα, μιλά για προφανείς δυσκολίες στην μη ενεργοποίηση του «κόφτη» δαπανών, καταλογίζει καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, εμφανίζεται απαισιόδοξο σχετικά με τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων και ψέγει την κυβέρνηση για το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού, αφού τα μέτρα που προβλέπονται είναι υφεσιακά.
Είναι, δε, χαρακτηριστικό ότι στην έκθεση καταρρίπτεται η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ περί κατάργηση της εποπτείας από τους δανειστές: «Το Γραφείο Προϋπολογισμού διαπιστώνει για πολλοστή φορά ότι η χώρα παραμένει υπό αυστηρότερη εποπτεία και οικονομικό έλεγχο από εκείνη που ισχύει υπό κανονικές συνθήκες στην Ευρωζώνη («πολυμερής εποπτεία») και από οποιαδήποτε παρόμοια εποπτεία στο παρελθόν».
Στον αντίποδα στην έκθεση υιοθετείται η πρόταση της ΝΔ για περαιτέρω μείωση των δαπανών, αφού υπογραμμίζεται ότι «Μολονότι τυχόν μειώσεις δαπανών αντί αυξήσεων φόρων θα είχαν πιθανόν μικρότερη άμεση υφεσιακή επίπτωση, το σημαντικότερο είναι ότι οι αυξήσεις φόρων αποθαρρύνουν την εργασία και την επιχειρηματικότητα (από την πλευρά της προσφοράς) και επομένως θολώνουν τις προοπτικές ανάκαμψης».
Το Γραφείο Προϋπολογισμού ξεκαθαρίζει, παράλληλα, ότι «παραμένει δύσκολη η οικονομική ανάρρωση από την αντιπαράθεση με τους δανειστές του α΄ εξαμήνου 2015 που παρά λίγο να οδηγήσει τη χώρα εκτός Ευρωζώνης και από τις αβεβαιότητες που προκάλεσαν οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου Μνημονίου». Εφιστά την προσοχή στην περαιτέρω «ανησυχητική διόγκωση των χρεών των ιδιωτών προς όλους – προς τις Τράπεζες (προβλέψεις για μεγαλύτερη αύξηση των «κόκκινων» δανείων), προς την εφορία (€ 1,1 δισ. ανά μήνα κατά μέσο όρο περίπου το πρώτο οκτάμηνο), τα ασφαλιστικά ταμεία (ανήλθαν σε περίπου € 25 δισ.), ακόμα και προς τη ΔΕΗ». Όπως τονίζει, χαρακτηριστικά, οι διαστάσεις είναι τέτοιες που το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα6 (ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τράπεζες, δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία) σύντομα πλησιάζει το μέγεθος του δημοσίου χρέους!
Την ίδια ώρα, βάζει «stop» στην ευφορία που επιχειρεί να καλλιεργήσει η κυβέρνηση για την ανάπτυξη, λέγοντας: «Η κυβέρνηση και η ΤτΕ αναμένουν σχεδόν αλματώδη ανάπτυξη το 2017 κατά 2,7% του ΑΕΠ. Την ίδια αισιόδοξη πρόβλεψη περιέχει το Σχέδιο Προϋπολογισμού 2017 (Οκτώβριος 2016). Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) μάλιστα, υπερθεματίζει. Όμως τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν επιτρέπουν τόση αισιοδοξία». «Τους επόμενους μήνες θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία η αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα προς τα κάτω και η οριστική «διευθέτηση» του χρέους. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση μάλλον συμφωνούν στον στόχο αυτό και έχουν ως σύμμαχο το ΔΝΤ!», συμπληρώνει,
Σε εκείνο το σημείο, στέλνει σαφές μήνυμα προς την κυβέρνηση, αφού όπως υποστηρίζει «δεν πρέπει να υποτιμούνται οι κίνδυνοι διάψευσης των προσδοκιών». Σίγουρα, πάντως, και με βάση τις προβλέψεις αυτές είναι εφικτό να αποφύγουμε την εφαρμογή του λεγόμενου «κόφτη» το 2017, συμπληρώνει, αλλά κάνει λόγο για «προφανείς δυσκολίες»!
Σε ότι αφορά την διευθέτηση του χρέους το χαρακτηρίζει «υπερβολικό και δυσβάστακτο», καθώς όπως αναφέρει το «κέρδος» που προκύπτει από τις μεταρρυθμίσεις ή τις επενδύσεις κατευθύνεται για την εξυπηρέτηση του χρέους μέσω υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων (αντί να το καρπώνονται άμεσα οι πολίτες της χώρας)».
Επίσης, το Γραφείο Προϋπολογισμού επιτίθεται στην «περήφανη διαπραγμάτευση» του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που όπως υπογραμμίζει επιβάρυνε το οικονομικό κλίμα. «Αυτή η κατάσταση αποτυπώθηκε μέχρι σήμερα στις συνεχείς καθυστερήσεις ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων για τα προαπαιτούμενα κάθε δόσης του νέου δανείου, που με τη σειρά τους επιβάρυναν το οικονομικό κλίμα, τροφοδότησαν τις επιφυλάξεις για την έκβαση του εγχειρήματος και έτειναν να εξουδετερώσουν εν τέλει τα αναμενόμενα οφέλη από το κλείσιμο των φακέλων. Γενικά διαπιστώνουμε ότι δεν θεραπεύονται αιτίες και συμπτώματα της θεσμικής αναιμίας, δηλαδή της αδυναμίας της χώρας σε πολλούς τομείς να καθιερώσει και να εφαρμόσει γενικής ισχύος και σταθερούς κανόνες του παιγνιδιού», αναφέρει.
Τέλος, καταρρίπτεται και ο «μύθος» ότι η επίλυση του θέματος του χρέους θα επαναφέρει την χώρα στις ράγες της ανάπτυξης, αφού κατά το Γραφείο δεν είναι ο μόνος παράγοντας αβεβαιότητας. «Υπάρχουν και πολλοί άλλοι: η γραφειοκρατία, οι δυσκολίες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, οι φορολογικοί συντελεστές, η αστάθεια στη νομοθεσία, οι δυσλειτουργίες στις αγορές προϊόντων και στη δικαιοσύνη. Επομένως, η επενδυτική ώθηση που χρειάζεται η χώρα θα προέλθει όχι μόνον από τη ρύθμιση του χρέους, αλλά και από το σύνολο των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο Μνημόνιο», σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Δείτε εδώ αναλυτικά την έκθεση.