Της Νίκης Κ. Κεραμέως*
Προ ημερών συμμετείχα ως ομιλήτρια στο συνέδριο του Economist με θέμα: “A World in Transition: The New Jobs - The New Skills”. Μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ημερίδα, η οποία πραγματεύθηκε τις προκλήσεις ενός κόσμου σε μετάβαση, που συνοδεύεται από αλλαγές στην αγορά εργασίας και από ανάγκη νέων δεξιοτήτων για την προσαρμογή στα σύγχρονα δεδομένα. Μεταξύ των συμμετεχόντων, καθηγητές Ελληνικών και ξένων Πανεπιστημίων, μέλη της Ακαδημίας Αθηνών, υψηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων, βραβευθέντες από τη NASA, ερευνητές του ΜΙΤ και άλλοι πολλοί. Εξαιρετικά υψηλό επίπεδο διοργάνωσης, ομιλητών, τοποθετήσεων, ιδεών.
Το επίσημο άνοιγμα, στο οποίο συμμετείχαμε από κοινού με τον Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, είχε επιμέρους προσδιοριστικό τίτλο τη ρήση του Ηράκλειτου: «Τα πάντα ρει και ουδέν μένει». Η παρέμβασή μου αναπτύχθηκε σε τρεις άξονες: i) τάσεις στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα, ii) τάσεις στην αγορά εργασίας διεθνώς, και iii) σκιαγράφηση λύσεων. Μεταξύ άλλων, έθιξα μία – κατά τη γνώμη μου – από τις μεγαλύτερες παθογένειες της Ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα, ήτοι την προβληματική σύνδεσή της με την αγορά εργασίας. Και ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος ανάγεται στην αναντιστοιχία μεταξύ των δεξιοτήτων που έχει ανάγκη σήμερα η ελληνική οικονομία και του παραγόμενου «εκπαιδευτικού προϊόντος». Για του λόγου το αληθές, μάλιστα, ανέδειξα το εξής πραγματικό παράδοξο της χώρας μας: αφ' ενός, τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά ανεργίας, και δη στους νέους ηλικίας 15-24 που ξεπερνά το 45%, αφ' ετέρου το μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων που δυσκολεύεται σήμερα να εντοπίσει κατάλληλο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό.
Ως κεραυνός εν αιθρία ήρθε η τοποθέτηση του Υπουργού Παιδείας επί του θέματος. Ούτε λίγο ούτε πολύ, μετέφερε τον προβληματισμό του σχετικά με τη σύνδεση της Ανώτατης Εκπαίδευσης με τη λεγόμενη αγορά εργασίας, καταγγέλλοντας «εμμονές» οι οποίες συχνά απομονώνουν τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα από τον έξω κόσμο, μη επιλύοντας τα «ασαφή» προβλήματα. Περιττό να αναφερθώ στα επικριτικά σχόλια του κοινού όταν αυτό έλαβε το λόγο, στο πλαίσιο των ερωταποκρίσεων που ακολούθησαν. Το ακροατήριο, και δη το συγκεκριμένο, που έχει άμεση σύνδεση με την εκπαίδευση και την επιχειρηματικότητα, γνωρίζει από πρώτο χέρι ότι τα προβλήματα όχι μόνο ασαφή δεν είναι, αλλά απολύτως διακριτά και επακριβώς περιγεγραμμένα από σωρεία ερευνών και στατιστικών μελετών.
Και η αναγκαιότητα διασύνδεσης εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας όχι μόνο «εμμονή» δεν συνιστά, αλλά ελάχιστο παρανομαστή στοιχειώδους σύμπλευσης με τις διεθνείς τάσεις. Στα ελληνικά ΑΕΙ σήμερα σχεδόν 1 στους 2 φοιτητές φοιτούν σε τρεις βασικές γενικές κατευθύνσεις: α) Ανθρωπιστικές επιστήμες, β) Κοινωνικές επιστήμες και γ) Επιστήμες εκπαίδευσης, ενώ μόλις ένα 4% των φοιτητών κατευθύνεται στον τομέα της Πληροφορικής, παρά την ιδιαίτερα υψηλή ζήτηση ειδικών στην Ελλάδα και την πρόβλεψη για 750.000 κενές θέσεις εργασίας στην Ευρώπη ως το 2020. Ακόμη και στον τομέα του τουρισμού, στον οποίο στρέφονται ολοένα και περισσότεροι νέοι, υπάρχουν ελλείψεις σε εργαζόμενους με εξειδικευμένες γνώσεις, όπως π.χ. σε ψηφιακό μάρκετινγκ. Και δεν είναι μόνο το πρόβλημα των σπουδών που επιλέγουν οι νέοι μας. Οι απόφοιτοι σχολών με ισχυρό θεωρητικό υπόβαθρο συχνά δεν έχουν έρθει σε επαφή με την πρακτική εφαρμογή της επιστήμης τους, τα, δε, προγράμματα σπουδών ενίοτε δεν είναι προσαρμοσμένα στα νέα δεδομένα, ενώ παρατηρείται και έλλειψη σε soft skills, δηλ. των δεξιοτήτων που αφορούν στη γενικότερη επαγγελματική συμπεριφορά, όπως η ομαδική εργασία, η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, ο θετικός χαρακτήρας, η δημιουργικότητα.
Αν έχουμε μία «εμμονή» κύριε Υπουργέ, την οποία μπορείτε ευχαρίστως να μας καταλογίσετε, αυτή είναι με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Αυτή που οι νέοι μας έχουν ανάγκη να γνωρίζουν, ώστε να μπορούν να λάβουν ορθές αποφάσεις για το μέλλον τους, που συνακόλουθα καθορίζει και το μέλλον αυτής της χώρας.
*Η Νίκη Κ. Κεραμέως είναι Βουλευτής Επικρατείας, Τομεάρχης Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων της Νέας Δημοκρατίας και δικηγόρος.