Εμπιστοσύνη: Ακρογωνιαίος λίθος για την ανάπτυξη και την ευημερία
Shutterstock
Shutterstock

Εμπιστοσύνη: Ακρογωνιαίος λίθος για την ανάπτυξη και την ευημερία

Η λέξη «εμπιστοσύνη» βρίσκει ολοένα και σε μεγαλύτερο βαθμό τη θέση της στις προεκλογικές δηλώσεις, στις προεκλογικές συνεντεύξεις και στις προεκλογικές καμπάνιες. Κάτι που αποδεικνύει ότι η ελληνική κοινωνία έχει χάσει την επαφή της με την έννοια της εμπιστοσύνης και ψάχνει να την ξαναβρεί.

Αυτό επιβεβαιώνεται με τον πιο οδυνηρό και πιο απογοητευτικό τρόπο από το βασικό εύρημα της πρόσφατης δημοσκοπικής έρευνας της «διαΝέοσις» για το τι πιστεύουν οι Έλληνες σήμερα. Που είναι αυτό που αφορά την έλλειψη εμπιστοσύνης. Μόλις το 12,8% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άξιοι εμπιστοσύνης. Αντίθετα, η ευρύτατη πλειοψηφία του 86,6% πιστεύει ότι πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στις συναλλαγές μας με άλλους ανθρώπους.

Μια πιο λεπτομερής περαιτέρω ανάλυση δείχνει ότι τα ποσοστά εμπιστοσύνης εμφανίζονται μεγαλύτερα σε όσους έχουν υψηλά μηνιαία εισοδήματα άνω των 3.000 ευρώ, καθώς και στις ηλικιακές από 25 έως 54 ετών. Εκεί που τα ποσοστά διαφέρουν στον υπερθετικό βαθμό, είναι πάνω στη βάση του μορφωτικού επιπέδου. Όπως φαίνεται το ποσοστό εμπιστοσύνης αυξάνεται, παράλληλα με το επίπεδο μόρφωσης. Έτσι στους απόφοιτους Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης αυτοί που πιστεύουν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άξιοι εμπιστοσύνης, ανέρχονται μόλις στο 2,5%. Στους απόφοιτους Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 7,9%. Στους απόφοιτους πανεπιστημιακών σχολών, το ποσοστό αυτό βρίσκεται στον 15,6%. Ενώ στους κατόχους μεταπτυχιακών τίτλων και διδακτορικών, το ποσοστό της εμπιστοσύνης, φτάνει το 21,5%, το οποίο είναι και το υψηλότερο που καταγράφεται σε όλες τις κατηγορίες των ερωτηθέντων, με βάση τα ηλικιακά, επαγγελματικά, εισοδηματικά, ταξικά, γεωγραφικά και μορφωτικά χαρακτηριστικά.

Προηγούνται λοιπόν, οι κάτοχοι μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων σπουδών με 21,5%, ακολουθούν οι επιστήμονες ελεύθεροι επαγγελματίες με 20,4% και οι έχοντες μηνιαία οικογενειακά εισοδήματα άνω των 3.000 ευρώ με 20,3%. Δηλαδή ακόμα και στην καλύτερη των περιπτώσεων, μόλις ένας στους πέντε πολίτες πιστεύει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άξιοι εμπιστοσύνης. Και αυτό είναι άκρως προβληματικό.

Η εμπιστοσύνη αποτελεί το βασικό συστατικό του DNA των λαών που προοδεύουν και ευημερούν, αλλά και των χωρών που αναπτύσσονται αρμονικά. Η εμπιστοσύνη αποτελεί τη βάση όλων των κοινωνικών και των επαγγελματικών σχέσεων, καθώς και των επαφών με το κράτος.

Συνηθίζουμε να εμπιστευόμαστε το στενό οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον μας. Το επόμενο βήμα, το πάμε λίγο ανάποδα. Παραμένουμε επιφυλακτικοί μέχρι κάποιον να αποδείξει, ότι είναι άξιος της εμπιστοσύνης μας. Ενώ αντίθετα οι κοινωνίες που πάνε μπροστά, βασίζονται στην κοινωνική εμπιστοσύνη, με βάση την οποία όλοι αντιμετωπίζονται ως τίμιοι και αξιόπιστοι, μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου.

Χρειάζεται να εμπιστευτούμε τους συναδέλφους μας, τους συνεργάτες μας, τους συνέταιρους και τους πελάτες μας. Αλλιώς δε μπορούμε να προχωρήσουμε. Κάθε συναλλαγή προϋποθέτει την ύπαρξη εμπιστοσύνης. Διαφορετικά δεν μπορεί να ολοκληρωθεί. Οι επενδύσεις και η οικονομία απαιτούν και αυτές τουλάχιστον το minimum της εμπιστοσύνης.

Αυτή η κοινωνική εμπιστοσύνη είναι που κτίζεται και επεκτείνεται στις σχέσεις των πολιτών με την πολιτεία, την αστυνομία, τη δικαιοσύνη και την υγεία. Διότι οι πολίτες πρέπει να νοιώθουν, ότι μπορούν να εμπιστευθούν όσους κατέχουν θέσεις εξουσίας και οι οποίοι ενεργούν για το κοινό συμφέρον της κοινωνίας, ελαχιστοποιώντας τα συμπτώματα διαφθοράς.

Η κουλτούρα της κοινωνικής εμπιστοσύνης δεν επιτυγχάνεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Καλλιεργείται και αναπτύσσεται στα νέα παιδιά από τους γονείς, τους δάσκαλους, τους καθηγητές και μεταδίδεται σαν εγγύηση από γενιά σε γενιά. Οι φιλύποπτες και εσωστρεφείς οικογένειες, κοινωνίες, επιχειρήσεις και δομές είναι καταδικασμένες να συρρικνωθούν και να πεθάνουν. Αντίθετα, η εμπιστοσύνη και η εξωστρέφεια, εγγυώνται την αρμονική ανάπτυξη, την ευημερία και το αμοιβαίο όφελος.

Πραγματικά, δεν γνωρίζω από που να πιάσω και που να αφήσω, την απαρίθμηση άπειρων παραδειγμάτων που κλονίζουν καθημερινά όλους όσοι κινούνται με βάση την εμπιστοσύνη απέναντι στην εξουσία, στους θεσμούς και στην επιχειρηματικότητα. Όλους όσοι έρχονται αντιμέτωποι με αυθαιρεσίες, με στρεβλώσεις και με πρακτικές που ανατρέπουν την εύθραυστη προσπάθεια διάχυσης της εμπιστοσύνης από το στενό οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον, στον ευρύτερο κοινωνικό ιστό.

Είδαμε στη χώρα μας τα προηγούμενα χρόνια πόσο ακριβά πληρώσαμε την έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στη γνώση, στην επιστήμη, απέναντι στους τεχνοκράτες της οικονομίας και στους δημοκρατικούς θεσμούς. Κάτι που μας οδήγησε σε αχαλίνωτες συνωμοσιολογίες, σε ευφάνταστα σενάρια και μη ελεγχόμενες εχθροπάθειες. Ο μεγαλύτερος εχθρός της εμπιστοσύνης είναι ο λαϊκισμός. Που αναζητά εύκολες απαντήσεις, μακριά από τις βαθιές ανθρώπινες σχέσεις. Αντίθετα, ασφαλείς σχέσεις εμπιστοσύνης δεν αφήνουν περιθώρια επώασης των αυγών του λαϊκισμού.

Η δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη βιώσιμη πορεία της χώρας, δεν κτίζεται λοιπόν από τη μια στιγμή στην άλλη. Απαιτεί μια διπλή προσέγγιση. Τόσο «από κάτω προς τα πάνω» δηλαδή από την οικογένεια και τους εκπαιδευμένους πολίτες προς την κοινωνία και το κράτος, όσο και «από πάνω προς τα κάτω» δηλαδή από το κράτος προς την κοινωνία και τους πολίτες.

Όσο οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τους συμπολίτες του, αλλά και το κράτος, δεν θα πάμε πουθενά. Πουθενά δεν πάμε επίσης όταν και το κράτος δεν εμπιστεύεται ούτε την κοινωνία, ούτε τους πολίτες. Και κλείνοντας θα πρέπει να θυμηθούμε ότι η εμπιστοσύνη κτίζεται αργά, σταθερά και επίμονα. Απαιτεί χρόνο και κόπο. Αντίθετα, μπορεί να χαθεί σε μία μόλις στιγμή.