Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη*
20 Ιουλίου 2018. Μια ακόμη αποφράς ημέρα της ιστορίας του Ελληνισμού εορτάστηκε με τις καθιερωμένες και απόλυτα επιβεβλημένες, αλλά δυστυχώς παντελώς τυπικές, τελετής μνήμης. Το ανάθεμα, όπως πάντα και ορθά, στο εγκληματικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου που σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών, υπό συνθήκες και επιδιώξεις που δεν έχουν ακόμη μέχρι σήμερα διευκρινιστεί.
Αναμφίβολα εγκληματικό, όχι μόνο εκ του αποτελέσματος της παροχής προσχημάτων για την τουρκική εισβολή, αλλά και από την απελευθέρωση αδελφοκτόνων δαιμόνων και διενέργεια, εκατέρωθεν, επαχθών πράξεων.
Αδικαιολόγητη για τη κοινή λογική, η μέχρι σήμερα, άρνηση της αποκάλυψης σημαντικών πτυχών της τραγικής περιόδου του καλοκαιριού του 1974. Οι επικαλούμενοι ως λόγοι εθνικού συμφέροντος θα μπορούσαν να ξεπεραστούν με τη λογοκρισία συγκεκριμένων σημείων που ενδεχομένως να αποκαλύπτουν προβληματικά, για τη χώρα μας, σημεία των γεγονότων.
Ακόμη όμως πιο αδικαιολόγητη είναι η υποσυνείδητη (ατομική και συλλογική) εθνική μας άρνηση να εξετάσουμε αντικειμενικά τα γεγονότα της Κύπρου, από τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και σήμερα και αντλώντας διδάγματα, όσο δυσάρεστα και εάν είναι αυτά, να αντιληφθούμε τις πραγματικές δυνατότητες και περιορισμούς μας, να χαράξουμε και (κυρίως) να υλοποιήσουμε τη στρατηγική μας.
Μια προσεκτική εξέταση των γεγονότων ίσως να αποκάλυπτε ότι ο στόχος της Ένωσης της δεκαετίας του 1950 τέθηκε άκομψα, άνευ επαρκούς προετοιμασίας και προσφυγής προς ενδεχόμενους υποστηρικτές μας (με τα κατάλληλα πάντα ανταλλάγματα), χωρίς να λάβουμε υπόψη το ψυχροπολεμικό διπολικό περιβάλλον αλλά ούτε και τις αναμενόμενες αντιδράσεις της Άγκυρας.
Εν συνεχεία, εκβιαστικά, αποδεχθήκαμε τις προβληματικές συνθήκες ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά δεν εστιάσαμε τις κοινές προσπάθειες μας στη βελτίωση τους ή στην αποστέρηση του αντιπάλου των ευκαιριών εκμετάλλευσης τους. Και το χειρότερο, αποδοθήκαμε σε σειρά ασυντόνιστων ενεργειών, ακόμη και αντιπαράθεσης, μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας. Τα γεγονότα της περιόδου 1963-1967 κατέδειξαν το, πολιτικό και στρατηγικό, αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει ο Ελληνισμός στην Κύπρο.
Ακόμη και η άκρως επιτυχημένη μεταφορά της ελληνικής μεραρχίας στη Μεγαλόνησο δεν επέφερε τα αναμενόμενα στρατηγικά αποτελέσματα. Παρά την ανάπτυξη της, ο Ελληνισμός ζούσε με το άγχος μιας τουρκικής επέμβασης και της επακόλουθης ελληνοτουρκικής σύρραξης. Ατυχείς και ερασιτεχνικές ενέργειες, άνευ ουσιαστικού αποτελέσματος, εξέθεταν συνεχώς την «παράνομη» ελληνική στρατιωτική παρουσία και έδιναν λαβές στην τουρκική εξωτερική πολιτική να στοχοποιεί τη χώρα μας.
Οι πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες έβλεπαν διαχρονικά το σημαντικότατο στρατηγικό μειονέκτημα της εγγύτητας της Κύπρου με τις τουρκικές ακτές αλλά ελάχιστα μέτρα έλαβαν για να απαλύνουν το πρόβλημα. Περίτρανα αποδείχθηκε όταν όποτε η χώρα μας, ανεξαρτήτου κυβερνήσεως, τέθηκε προ του διλήμματος, πόλεμος με την Τουρκία ή υποχώρηση από τις θέσεις μας στο κυπριακό ζήτημα, επέλεγε το δεύτερο.
Πιθανόν ορθή η επιλογή της αποφυγής ενός αβέβαιου και καταστροφικού πολέμου, λανθασμένη όμως η επιλογή ατραπών που οδηγούσαν στην όξυνση και κλιμάκωση και απολύτως καταδικαστέα η άρνηση άντλησης διδαγμάτων και ανάληψης μακροχρόνιων διορθωτικών κινήσεων.
Ο Ελληνισμός, όχι μόνο το 1974, αλλά προγενέστερα και μεταγενέστερα, ιδίως από θέση αδυναμίας, στρέφονταν στο διεθνή παράγοντα αναζητώντας υποστήριξη και περιορισμό των τουρκικών διεκδικήσεων. Η στροφή αυτή αποδείχθηκε ματαιοπονία όταν γίνονταν υπό ορατές συνθήκες αδυναμίας και εσωτερικής αναταραχής. Αντίθετα υπήρξαν ικανοποιητικά σχετικά αποτελέσματα όταν αυτή η προσφυγή συνοδεύθηκε από ενδείξεις αποφασιστικότητας ενώ συγχρόνως οι επιδιωκόμενες θέσεις μας συνέπλεαν αρκετά με τα συμφέροντα των υπερδυνάμεων (βλέπε ΗΠΑ).
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι οι στρατιωτικές επιλογές έχουν σήμερα μηδενιστεί αναφορικά με τη Μεγαλόνησο, οπότε και αναγκαστική η προσφυγή σε διπλωματικά και μόνο μέσα. Επιπλέον, σεβαστή και η άποψη ότι η Μεγαλόνησος έχει ενηλικιωθεί, έχει ενταχθεί (ως αποτέλεσμα πετυχημένων διακομματικών ενεργειών) στην ευρωπαϊκή οικογένεια, άρα οποιαδήποτε λύση ή επιλογή πρέπει να προέλθει μόνο από τη βούληση του κυπριακού λαού. Άποψη λογική και βολική, που όμως απεμπολεί ιστορία χιλιετιών και αμέτρητες θυσίες αλλά κυρίως παραβλέπει τη διασύνδεση του κυπριακού με το σύνολο των ελληνοτουρκικών προβλημάτων.
Η παραμέληση του κυπριακού Ελληνισμού, με οποιοδήποτε άλλοθι (βούληση κυπριακού λαού, απόσταση, οικονομική κατάσταση), θα οδηγήσει στην περαιτέρω ενίσχυση των τουρκικών απαιτήσεων στα υπόλοιπα μέτωπα καθιστώντας τη σύγκρουση αναπόφευκτη και μάλιστα υπό δυσμενέστερες συνθήκες.
Δεν υπονοώ ότι πρέπει να οδηγηθούμε στην οικονομική καταστροφή και τη συνεπακόλουθη απώλεια κυριαρχικών δικαιωμάτων μέσω ενός αλόγιστου εξοπλιστικού ανταγωνισμού ή ασύνετης αντίδρασης σε υπαρκτές προκλήσεις. Ούτε φυσικά ονειρεύομαι μαγικές λύσεις συμπόρευσης με μεγάλες δυνάμεις ή αβέβαιους περιφερειακές συμμαχίες που θα αναλάβουν, αντί ημών, «να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά για να μας τα προσφέρουν».
Αναμφισβήτητα, θετικά κρίνω και τις όποιες κινήσεις για προσέγγιση και συνεργασία με λοιπές δυνάμεις της περιοχής χωρίς όμως να προσδοκώ εξωπραγματικές συμμαχίες. Ούτε θα κατακρίνω ως ενδοτικές ή ακόμη και προδοτικές τις πολιτικές ηγεσίες (και στρατιωτικές) που επέλεξαν την αποφυγή της σύγκρουσης σε δεδομένες στιγμές.
Θα αρκεστώ όμως να κατακρίνω τις ηγεσίες μας ως ανεπαρκείς στο μακροχρόνιο χειρισμό των εθνικών ζητημάτων καθώς απέτυχαν να αντιληφθούν την υστέρηση των μέσων μας έναντι των στόχων της εθνικής πολιτικής μας και να αξιολογήσουν τις συνεχείς και μεθοδικές ενέργειες της Άγκυρας στο πλαίσιο της υπάρχουσας διεθνούς πραγματικότητας. Τραγικές αναμφίβολα και οι εμφύλιες διενέξεις, ανταγωνισμοί, ερασιτεχνικές κινήσεις και κυρίως συγκρούσεις που αποστέρησαν τον Ελληνισμό από μακροχρόνια ερείσματα και άνοιξαν «παράθυρα ευκαιρίας» στον αντίπαλο.
Παράλληλα όμως οι ηγεσίες μας απέτυχαν να καταδείξουν την πραγματική διάσταση των εθνικών προβλημάτων στον ελληνικό λαό που προτιμά να εθελοτυφλεί προ της επερχόμενης καταιγίδας και κινητοποιείται συνήθως εκ των υστέρων, σπασμωδικά και παροδικά. Κατά συνέπεια, οι ηγεσίες μας, ανεξαρτήτως πολιτικού χώρου, είναι κατακριτέες γιατί απέτυχαν να λάβουν και να εφαρμόσουν, στο πλαίσιο μιας συνεπούς μακροχρόνιας στρατηγικής, όλα εκείνα τα κατάλληλα μέτρα, για τη θεραπεία των αδυναμιών μας που είχαν περίτρανα καταδειχθεί τις προηγούμενες δεκαετίες.
Δυστυχώς φοβούμαι, ότι σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος, έχει πλέον αποδεχθεί -σε γενικές γραμμές- το έλλειμμα ισχύος μας έναντι της γείτονος και θεωρεί μια γενικευμένη σύρραξη ως την πλέον καταστροφική επιλογή για τη χώρα (πιθανόν να έχουν δίκαιο). Αδικαιολόγητα όμως αδυνατούν να αντιδράσουν έναντι αυτής της τραγικής πραγματικότητας και να αναλάβουν μια εκστρατεία ενημέρωσης του λαού και οικοδόμησης της αναγκαίας διαταραχθείσας αποτρεπτικής ισχύος που προϋποθέτει την θεσμική-κοινωνική-εκπαιδευτική και οικονομική ανάταξη.
Αδύναμες λοιπόν να αντιδράσουν, ευελπιστούν στον «από μηχανής θεό» (ευρωπαϊκή άμυνα, αμερικανική ή ρωσική επέμβαση, διαμελισμό Τουρκίας κλπ) για τη σωτηρία μας. Μια βολική και ανέξοδη προσέγγιση που ανομολόγητα ικανοποιεί και όλους εμάς τους πολίτες και ψηφοφόρους αυτής της χώρας.
Σε τελευταία όμως ανάλυση το πραγματικό πρόβλημα ίσως να μη είναι η εγγύτητα της Κύπρου, ούτε η γήρανση των φρεγατών μας, ούτε και το δυσθεώρητο χρέος αλλά η ραγδαία γήρανση του πληθυσμού μας που αναπόφευκτα συνοδεύεται από μια τάση εσωστρέφειας, αποφυγής ανάληψης κάθε ρίσκου και αδιέξοδης περιχαράκωσης σε «αδιαπραγμάτευτα εθνικά, κοινωνικά και εργασιακά» κεκτημένα. Μόνο που τα κεκτημένα αποκτώνται και διατηρούνται μόνο με κόπο, ιδρώτα, αγώνες και αίμα.
*Ο Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι υποστράτηγος (εα), Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ) και συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ).