Οι κάλπες της 9ης Ιουνίου αναμένεται να αποτελέσουν το πρώτο και τελευταίο πραγματικό «βαρόμετρο» για τις κυβερνητικές επιδόσεις, ακριβώς στη συμπλήρωση ενός χρόνου από την έναρξη της δεύτερης θητείας του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου.
Από εκεί και πέρα και έχοντας περάσει ήδη την διπλή κάλπη των αυτοδιοικητικών εκλογών, ο πολιτικός «ορίζοντας» είναι καθαρός, μέχρι τη λήξη της τετραετίας και τις εθνικές εκλογές, που σήμερα, το κυβερνητικό επιτελείο τοποθετεί το 2027. Το διακύβευμα, που θέτει ο πρωθυπουργός, σχετίζεται ακριβώς με αυτό το χρονοδιάγραμμα.
Ζητά από την εκλογική βάση, που στήριξε τη Νέα Δημοκρατία σε ένα ποσοστό της τάξεως του 41%, να επιβεβαιώσει αυτή την στήριξη και να ανανεώσει, τρόπον τινά, την «εντολή» διακυβέρνησης, στη βάση ενός προγράμματος με μεταρρυθμιστικό πρόσημο και έναν σαφή τελικό στόχο, να προσεγγίσει η χώρα την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, τόσο σε οικονομικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο λειτουργίας του κράτους.
Το «στοίχημα» μεγάλο και για να υπάρξει έστω η προσπάθεια για να κερδηθεί, απαιτείται, εκτός από την πολιτική βούληση και το κατάλληλο πολιτικό κλίμα. Είναι σαφές ότι το αποτέλεσμα της κάλπης δεν θα αλλάξει την κυβέρνηση την επόμενη ημέρα, ακόμη κι αν δεν πετύχει τον πήχη του 33%, που έχει τεθεί.
Ωστόσο, είναι διαφορετικό, την επομένη των εκλογών, το Μέγαρο Μαξίμου να συγκριθεί επιτυχώς με τις επιδόσεις των ευρωεκλογών του 2019 και διαφορετικό να κληθεί να πορευτεί σε ένα κλίμα δυσφορίας ή αποδοκιμασίας των πολιτών, με την αξιωματική αντιπολίτευση να έχει ήδη ζητήσει πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, ακόμη κι αν ο στόχος της είναι η διατήρηση της δεύτερης θέσης και τα ποσοστά του περασμένου Ιουνίου.
Στο κυβερνητικό επιτελείο εκτιμούν ότι το δίλημμα περί πολιτικής σταθερότητας ή εισόδου της χώρας σε νέες περιπέτειες, αντιπροσωπεύει ακριβώς το κλίμα, που οι ευρωεκλογές μπορούν να δημιουργήσουν στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό.
Αναγνωρίζουν, επίσης, ότι μπορεί η επιτυχία ή η αποτυχία να μετρηθεί στο τέλος της ημέρας από το εκλογικό ποσοστό «επί των ψηφισάντων», που θα προκύψει τη νύχτα της 9ης Ιουνίου, αυτό το ποσοστό, ωστόσο, θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από το ποιοι και πόσοι τελικά θα φθάσουν έως τις κάλπες.
Η «χαλαρή ψήφος» είναι ο πρώτος βασικός αντίπαλος, η αποχή, όμως, είναι ο καίριος «εχθρός». Για το λόγο αυτό, στον στρατηγικό σχεδιασμό της κυβέρνησης, κεντρικός άξονας είναι κατ’ αρχάς η κινητοποίηση των πολιτών και εν συνεχεία η συσπείρωση της εκλογικής βάσης της Νέας Δημοκρατίας.
Το προηγούμενο, που δημιούργησαν οι αυτοδιοικητικές εκλογές, το περασμένο φθινόπωρο, προκαλεί έντονη ανησυχία. Τα ποσοστά της αποχής, που ξεπέρασαν το 50% σε μεγάλες περιφέρειες και δήμους, με πιο εμφατικό το παράδειγμα της Αθήνας, αποτελούν τον χειρότερο «εφιάλτη», όχι μόνο για το τι θα σήμαιναν πολιτικά, αλλά και για το σε ποιο αποτέλεσμα θα μπορούσαν να οδηγήσουν.
Ένα πρώτο «ανάχωμα» θα μπορούσε να θεωρηθεί η καθιέρωση της επιστολικής ψήφου. Περί τους 202.000 ψηφοφόρους, η συντριπτική πλειοψηφία εντός Ελλάδας, έχουν εγγραφεί για να συμμετάσχουν στις εκλογές με αυτό τον τρόπο. Η κυβέρνηση καλείται να κινητοποιήσει τώρα όσους από το δικό της εκλογικό ακροατήριο σκοπεύουν να στείλουν μήνυμα δια της αποχής, φέρνοντας τους στις κάλπες σε ένα μήνα από σήμερα.
Στο «μικροσκόπιο» του σχεδιασμού του Μεγάρου Μαξίμου βρίσκεται το ποσοστό των ψηφοφόρων, που οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν ως «γκρίζα ζώνη» και σήμερα κινείται λίγο πάνω από το 10%. Αυτοί οι ψηφοφόροι, ένα μεγάλο μέρος των οποίων αυτοπροσδιορίζονται ως ψηφοφόροι του μεσαίου χώρου κι ένα επίσης μεγάλο μέρος έχει στηρίξει στο παρελθόν τη Νέα Δημοκρατία, αποτελούν την «δεξαμενή» στην οποία θα απευθυνθεί στην τελική ευθεία της προεκλογικής περιόδου, το κυβερνητικό επιτελείο.
Στις ευρωεκλογές του 2019, η αποχή είχε κυμανθεί στο 41%. Στις εθνικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου, είχε φτάσει το 47%. Στις αυτοδιοικητικές εκλογές τον περασμένο Οκτώβριο, άγγιξε το 47,5% και σε περιοχές, όπως η Αθήνα «εκτοξεύτηκε» στο 73%. Η αποχή αποτελεί «υπαρξιακό» ζητούμενο σε κάθε εκλογική αναμέτρηση και οι ευρωεκλογές του Ιουνίου δεν αποτελούν εξαίρεση.