Η μονότονη και κακόφωνη ηχητική κασέτα της αντιπολίτευσης, ακολουθεί το ίδιο μοτίβο, το οποίο έχει πάψει να ενδιαφέρει τους πολίτες. Οι δε εμφανίσεις των στελεχών της, στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, προσφέρονται περισσότερο για διασκέδαση των θεατών, παρά για αναζήτηση εναλλακτικών προτάσεων και στρατηγικών, απέναντι στην ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική.
Ακόμα και στις νέες κυβερνητικές παρεμβάσεις στην εκπαίδευση, η αντιπολίτευση αντέδρασε εστιάζοντας είτε σε ειρωνείες για το μέτρο των κινητών τηλεφώνων, είτε στο γεγονός ότι αρκετές από τις παρεμβάσεις είχαν αποπειραθεί να προχωρήσουν και τα προηγούμενα χρόνια.
Το έλλειμμα του αντιπολιτευτικού πολιτικού λόγου και η απουσία μιας βιώσιμης εναλλακτικής πολιτικής δύναμης, που θα μπορέσει να καλύψει το κενό που αφήνει πίσω της η Νέα Δημοκρατία, αποτελεί μια εξαιρετικά ανησυχητική πολιτική διαπίστωση. Η κυβέρνηση φαίνεται σύμφωνα με τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ότι έχει απολέσει περίπου το 50% των δυνάμεων, που την είχαν επιλέξει στις εκλογές του 2023. Οι πολίτες αποστασιοποιούνται απέναντι σε όσα θετικά γίνονται, εκφράζουν τη δυσφορία τους όσον αφορά την κυβερνητική διαχείριση της απλής καθημερινότητας, αξιολογώντας με αυτόν τον τρόπο με αρνητικό τρόπο το συνολικό έργο και τη συνολική κυβερνητική εικόνα.
Η αρνητική αξιολόγηση πλησιάζει το 80% των ερωτηθέντων. Η οποία εάν συγκριθεί με το τεράστιο κύμα στήριξης της κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της πρώτης τετραετίας 2019 - 2023 και με το ισχυρό ποσοστό θετικής αξιολόγησης του κυβερνητικού έργου τότε, προκαλεί ανησυχία. Ακόμα και το ισχυρό χαρτί της κυβέρνησης, δηλαδή ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει υποχωρήσει σε δημοφιλία. Ακολουθούμενος εκ του σύνεγγυς, από αρχηγούς δυο κομμάτων – καρικατούρων.
Γενικότερα οι αρνητικές γνώμες των ερωτηθέντων για τους πολιτικούς αρχηγούς ξεκινούν από το 63,8% για τον αρχηγό του ΚΚΕ και φτάνουν στο 81,6% για τον αρχηγό του Σύριζα. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολιτικός αναλυτής για να διαπιστώσει ότι μπροστά μας έχουμε μια εικόνα απαξίωσης και διάλυσης του πολιτικού σκηνικού. Μια κυβέρνηση που διαθέτει χαμηλή υποστήριξη και μια διαλυμένη αντιπολίτευση, που αδυνατεί να εκφράσει έναν ισχυρό πολιτικό λόγο και να αμφισβητήσει την κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη και της κυβέρνησης του.
Είναι ωστόσο λογικό το ενδιαφέρον μας να εστιάζεται πάνω στην πορεία της κυβέρνησης και όχι στις αναζητήσεις της αντιπολίτευσης και στις διαδικασίες περιδίνησης που έχει υποβάλει τον εαυτό της. Διότι από τη σχεδιαζόμενη κυβερνητική πολιτική κρίνεται η ζωή μας μέχρι τις επόμενες εκλογές. Από την κυβέρνηση, έχουμε λοιπόν απαιτήσεις και όχι από την αντιπολίτευση. Διότι η εικόνα αδράνειας που επικρατεί δεν πλήττει μόνο την κυβέρνηση, αλλά εμάς τους ίδιους. Αφού ότι δεν γίνεται τώρα, θα το βρούμε ξανά μπροστά μας.
Εάν ανατρέξουμε στην πρώτη τετραετία θα θυμηθούμε την αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης του Έβρου, του κορονοϊού και της ενεργειακής – ουκρανικής κρίσης. Τις αμυντικές συμφωνίες με ΗΠΑ και Γαλλία. Την επανεκκίνηση λειτουργίας των ναυπηγείων. Την ανάκαμψη των επενδύσεων και τη σταθεροποίηση και ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος. Την αποκλιμάκωση του δείκτη του Χρέους προς το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν. Την αύξηση της απασχόλησης. Την ισχυροποίηση της πολιτικής θέσης της Ελλάδας απέναντι σε συμμάχους και φίλους. Τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Και πολλά άλλα, σχετικά με την βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών.
Και φυσικά η πρώτη τετραετία της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, είχε να συγκριθεί με την προηγούμενη τετραετία του Σύριζα, με αποτέλεσμα η διαφορά να είναι ουρανομήκης. Κάθε ορθολογικό βήμα της κυβέρνησης, είχε να συγκριθεί με το άλμα στο κενό της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου, οπότε η σύγκριση πρόσφερε ενθουσιασμό. Αφού μετά από το χάος, είχε έρθει η αποτελεσματικότητα.
Πού πήγε αυτός ο ενθουσιασμός της πρώτης τετραετίας; Πού εξαφανίστηκε η διάχυτη αποτελεσματικότητα; Πώς είναι δυνατόν η κυβέρνηση να παλεύει να βρει ακόμα τις φορολογικές συνταγές για τη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών εσόδων; Να μην εξορθολογικοποιεί τα pass; Και να αγωνίζεται ακόμα να προσεγγίσει τη λεγόμενη στεγαστική κρίση; Πού βρίσκεται η «φυγή της οικονομίας προς τα εμπρός», η οποία θα έπρεπε ήδη να έχει ακολουθήσει τη φάση της σταθεροποίηση της;
Αποτελεί άραγε δικαιολογία, η εσωστρέφεια που επικράτησε μετά από τις παρεμβάσεις Σαμαρά - Καραμανλή; Σε ελάχιστο βαθμό, όπως είχε φανεί από τις μετρήσεις των δημοσκοπήσεων των ημερών. Αποτελεί άραγε δικαιολογία, η ανυπαρξία σοβαρής αντιπολίτευσης; Σε ελάχιστο βαθμό, αφού η κυβέρνηση στα μάτια των πολιτών κρίνεται για αυτά που πράττει ή δεν πράττει και έχει πάψει να συγκρίνεται με την αντιπολίτευση.
Νιώθουν οι πολιτικοί της Νέας Δημοκρατίας εφησυχασμένοι, επειδή δεν υπάρχει αντίπαλο δέος στον ορίζοντα; Αυτό θα είναι μέγα λάθος. Οι πολίτες ξεχνούν εύκολα τα θετικά και εστιάζουν στα αρνητικά. Κάτι που σημαίνει ότι εάν εμφανιστεί ένα αντίπαλο δέος με λαϊκίστικα χαρακτηριστικά, άντε να μαζέψεις τα πράγματα, ειδικά όταν έχεις μάθει να παίζεις εφησυχασμένος μπάλα στο γήπεδο μόνος σου, χωρίς αντίπαλο.
Η κυβέρνηση φλερτάρει επικίνδυνα με ένα κενό που αφήνει στη σκέψη και στο συναίσθημα των πολιτών. Ένα κενό που δεν είναι δύσκολο να αναπληρωθεί από μια νέα λαϊκίστικη φιγούρα. Ο λαϊκισμός βρίσκει πάντα πρόσφορο έδαφος. Και αυτό το πρόσφορο έδαφος το προσφέρει σήμερα απλόχερα η κυβέρνηση.