Η εν γένει στάση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο ζήτημα της ψήφου των αποδήμων, και κυρίως οι αντιφάσεις του στη σημερινή τελευταία φάση, την οποία, έστω αυτοπαγιδευόμενος, προκάλεσε ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, αφαιρούν και το τελευταίο πρόσχημα και αποκαλύπτουν ποιο ήταν εξαρχής το κίνητρό του: η παρεμπόδιση της καθολικής και ακώλυτης ψήφου των αποδήμων ενόψει της πιθανότητας αυτή η ψήφος να μην τον ευνοήσει στην κάλπη.
Τα γεγονότα είναι εύγλωττα και σχεδόν δεν χρειάζονται επεξήγηση. Ενώ, προς τιμήν της, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ξανάνοιξε το 2018 το συγκεκριμένο φάκελο, με καταρχήν μάλιστα πρόθεση να τον κλείσει, δηλαδή να ψηφίσει το νόμο που απαιτεί το Σύνταγμα (άρθρο 51 παρ. 4), "σκάλωσε" την όλη διαδικασία στη θεσμικά και νομικά έωλη απαίτηση να μην προσμετράται η ψήφος των ομογενών στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα.
Κάτι που είναι αντίθετο και στη δημοκρατική λογική και στις ίδιες τις αρχές του Συντάγματος: καθολικότητα και ισοδυναμία της ψήφου (άρθρο 51 παρ. 3), υποχρέωση της Πολιτείας να εγγυάται "ελεύθερη και ανόθευτη" εκδήλωση εκλογικής βούλησης σε όλους τους πολίτες (άρθρο 52), μη ύπαρξη και μη δυνατότητα ύπαρξης "αποκομμένων" από το σύνολο εκλογικών περιφερειών (συνάγεται από το άρθρο 54, παρ. 2 και 3).
Όταν, μετά τις εκλογές του 2019, η νέα κυβέρνηση έφερε για ψήφιση σχετικό νομοσχέδιο στη Βουλή, ο ΣΥΡΙΖΑ, από τη θέση πλέον της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εφηύρε, αφού δεν μπορούσε επί της αρχής να αντιταχθεί σε νομοσχέδιο που ο ίδιος ως κυβέρνηση είχε προωθήσει, άλλο πρόσκομμα, συνεπικουρούμενος από το ΚΚΕ: Τη θέση περιοριστικών προϋποθέσεων στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των αποδήμων.
Και αυτοί οι περιορισμοί δεν έχουν πολιτική δικαιολογία και νομική βάση, αφού στους αποδήμους συμπατριώτες μας η Πολιτεία δεν κάνει "χατήρι", ώστε να θέτει όρια, αλλά εκπληροί ηθική και συνταγματική της υποχρέωση.
Οδήγησαν όμως, λόγω της ανάγκης να βρεθούν οι 200 ψήφοι που το Σύνταγμα ορίζει ως κατώφλι για το συγκεκριμένο νόμο, όχι μόνο σε νομοθέτηση των περιορισμών αλλά και σε επί της αρχής (αχρείαστη, κατά τη γνώμη μου) "συνταγματοποίηση" τους: το άρθρο 54 παρ. 4, όπως αναθεωρήθηκε το 2019, κάνει ρητή μνεία στην ύπαρξη "προϋποθέσεων στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος" και αναφέρει ποιες είναι αυτές.
Ως κεκτημένο πάντως της υποχώρησης της κυβέρνησης και του θεσμικά άψογου σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας ΚΙΝΑΛ (άλλο ζήτημα γιατί, τόσα χρόνια στην εξουσία, ως ΠΑΣΟΚ, δεν είχε υλοποιήσει την ψήφο των αποδήμων), καταγράφηκε η συμφωνία όλων των κομμάτων που ψήφισαν υπέρ, άρα και του ΣΥΡΙΖΑ, για προσμέτρηση της ψήφου στο εκλογικό αποτέλεσμα.
Στη σημερινή τρίτη, και πιθανότατα όχι τελευταία, φάση αυτής της ιλαροτραγωδίας -αφού χαμένοι είναι οι θεσμοί και οι απόδημοι-, ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά τη μνημειώδη γκάφα της εκπροσώπου του να "υποσχεθεί" για το μέλλον αυτό που η κυβέρνηση, ως ρελάνς, προτείνει για το παρόν, επιχειρεί νέα, πιο διάτρητη από όλες, αναδίπλωση: Αρνείται να συναινέσει, έστω εκ των υστέρων, σε κάτι απολύτως λογικό, που και η ίδια η τομεάρχης του διατύπωσε ως τέτοιο, θέτοντας ως προαπαιτούμενα συναίνεσης δυο θέματα που είχαν λυθεί κατά το συμβιβασμό της προηγούμενης φάσης: τις λίστες εκλογής των αποδήμων και κυρίως την προσμέτρηση της ψήφου τους στο εκλογικό αποτέλεσμα.
Αν ήθελε δική του θετική ρελάνς, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρότεινε, όπως κάνει το ΚΙΝΑΛ, την απολύτως απαραίτητη και συνταγματικά προβλεπόμενη (άρθρο 51 παρ. 4) θέσπιση επιστολικής ψήφου για τους αποδήμους.
Αντί να κάνει την γκάφα ευκαιρία θεσμικής αποκατάστασης -με κοινή παράλληλα δήλωση όλων των κομμάτων ότι η αναθεωρημένη συνταγματική διάταξη περί προϋποθέσεων δεν έχει το νόημα επιταγής αλλά δυνατότητας- το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης διαπράττει όχι γκάφα πλέον αλλά θεσμικό ατόπημα. Το φύλλο συκής πέταξε μακριά και το θέαμα δεν είναι καθόλου ωραίο και καθόλου δημοκρατικό.
* Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής