Την άποψη ότι η προωθούμενη τροπολογία για τις απεργίες δεν δημιουργεί προβλήματα αλλά αντίθετα βοηθά στην λήψη της απόφασης εκφράζει ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Κατρούγκαλος με συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Δηλαδή όπως υποστηρίζει ο υπουργός: «Για να ληφθεί μια απεργία, απαιτείται να είναι υπέρ της κήρυξης της το ? του συνόλου των οικονομικά τακτοποιημένων μελών ενός σωματείου. Είναι δυνατόν να πετύχει μια απεργία αν τα ?, όχι των εργαζομένων επαναλαμβάνω, ούτε γενικά των μελών του σωματείου, αλλά των ενεργών μελών του να μην συμφωνούν με τη διεξαγωγή της;»
Αναφέρει ακόμη: «Αντίθετα, πάντως, με κριτικές που ακούγονται, την υπό κρίση ρύθμιση δεν τη θεωρώ καταστροφική για το δικαίωμα στην απεργία για τους εξής λόγους: αντίθετα με ό,τι συνέβαινε με την περιβόητη ρύθμιση του άρθρου 4, του νόμου 1365/1983 του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος πράγματι περιόριζε δραστικά το δικαίωμα, γιατί απαιτούσε για τη λήψη σχετικής απόφασης με το 50% συν ένα, όχι των ταμειακά εντάξει μελών, αλλά των εγγεγραμμένων μελών ενός σωματείου και επιπλέον εφαρμοζόταν ακόμα και στα πανελλαδικής εμβέλειας ή περιφερειακά σωματεία, η υπόψη διάταξη είναι εντελώς διαφορετική. Δεν αφορά τη λήψη απόφασης, αλλά την απαρτία και επίσης δεν εφαρμόζεται στα περιφερειακά και στα πανελλαδικά σωματεία. Με απλά λόγια τι συνεπάγεται; Ότι για να ληφθεί μια απόφαση απεργίας θα πρέπει το 50%, όχι του συνόλου των εργαζομένων στην επιχείρηση, όχι του συνόλου των εγγεγραμμένων στο σωματείο, αλλά των ενεργών μελών του σωματείου να είναι παρόντες στη λήψη της απόφασης. Και από τους παρόντες, οι μισοί να πάρουν απόφαση υπέρ της απεργίας»
Για την επίσκεψη Ερντογάν και την κριτική της αντιπολίτευσης, ο κ. Κατρούγκαλος διευκρινίζει ότι η προετοιμασία της επίσκεψης ήταν άρτια και πολύμηνη, υπογραμμίζοντας επίσης ότι η αναγκαιότητα της υπαγορεύθηκε από το γεγονός ότι «έπρεπε να αντιμετωπίσουμε τη συσσωρευμένη ένταση στις διμερείς σχέσεις». Συνεχίζοντας στο ίδιο μήκος κύματος, επισημαίνει ότι «λόγω της καλής προετοιμασίας της επίσκεψης πετύχαμε η συζήτηση να εξελιχθεί επί της ουσίας και μάλιστα με έναν τρόπο που, όπως φάνηκε από την όλη εξέλιξη της συζήτησης, στο τέλος δημιούργησε θετική δυναμική για τη συνέχιση του διαλόγου».