«Εξαιρετικά δύσκολη άσκηση», χαρακτηρίζει σε άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα Σαββατοκύριακο», ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης τη χάραξη οικονομικής πολιτικής υπό τις παρούσες συνθήκες «υψηλής αβεβαιότητας». Και αυτό, γιατί όπως εξηγεί στη συνέχεια, «θα πρέπει να ισορροπεί ανάμεσα σε δύο εν πολλοίς αντίρροπες επιδιώξεις.
Από τη μία, ο εισαγόμενος πληθωρισμός που πυροδοτείται από την εισβολή στην Ουκρανία και επιδρά στις τιμές βασικών αγαθών, καλεί για μέτρα ελέγχου της αγοράς και για ουσιαστική ενίσχυση των νοικοκυριών, ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων. Από την άλλη, η ανάγκη συνετής δημοσιονομικής διαχείρισης - με χαμηλό έλλειμμα το 2022 και μικρό πλεόνασμα το 2023- και φιλοεπενδυτικής οικονομικής πολιτικής που διατηρεί αμείωτη την αναπτυξιακή δυναμική, ώστε να κερδίσουμε το μεγάλο στοίχημα της επενδυτικής βαθμίδας το 2023».
Τελικώς, «οι δυο αυτές προτεραιότητες θα οδηγήσουν τη χώρα μας να βγει όσο πιο αλώβητη γίνεται από τη στενωπό της διεθνούς οικονομικής και ενεργειακής καταιγίδας, εμπεδώνοντας τη διατηρήσιμη μεγέθυνση του ΑΕΠ και την ταχεία αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους έναντι του ΑΕΠ -όπως ήδη συμβαίνει μέσα στο 2022 στη χώρα μας».
Επικαλούμενος δε, τα παραδείγματα της Ιταλίας και της Βρετανίας, ο υπουργός κάνει λόγο για «καμπανάκι για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Η προνοητική πολιτική στη χώρα μας για τη δημιουργία ικανοποιητικού αποθεματικού όταν τα επιτόκια κυμαίνονταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, δημιουργούν ένα σχετικό δίχτυ ασφαλείας», επισημαίνει παραλλήλως.
Εν προκειμένω, ο προϋπολογισμός του 2023 «επιδιώκει ακριβώς να συναιρέσει τις δύο αυτές μείζονες διακυβεύσεις. Λαμβάνει υπ' όψιν πρώτα απ' όλα όσα δόθηκαν από την πολιτεία το 2022 για τη στήριξη των πολιτών: μέτρα ύψους 13 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και 4,3 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης», σημειώνει επίσης και προσθέτει:
«Λαμβάνει όμως υπ' όψιν και το δημοσιονομικό κόστος σημαντικών κυβερνητικών πρωτοβουλιών μέσα στο 2022: ενδεικτικά, διπλή αύξηση του κατώτατου μισθού συνολικά κατά 9,7% (και 11,5% μαζί με τη μείωση εισφορών), περαιτέρω μόνιμη μείωση του ΕΝΦΙΑ από το 2018 κατά 35% και κατάργηση του φόρου γονικών παροχών-δωρεών.
Για το 2023 έχει συμπεριληφθεί το σύνολο των δημοσιονομικών μέτρων που εξαγγέλθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και έχουν ήδη νομοθετηθεί ύψους 3,5 δισ. ευρώ, επιπλέον 1 δισ. ευρώ αποθεματικό για αυξημένες δαπάνες αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης, πρωτίστως για την επιδότηση λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος -χωρίς βεβαίως να αποκλείεται η επιπλέον μεταφορά πόρων για τον σκοπό αυτό εφόσον παραστεί ανάγκη - και διάθεση πόρων ύψους 8,3 δισ. ευρώ από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και 5,6 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας».
Επιπλέον, ο προϋπολογισμός ενσωματώνει «για το 2023 τη μόνιμη μείωση κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλιστικών εισφορών περίπου 2,2 εκατ. εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, την αναστολή σε μόνιμη βάση της εισφοράς αλληλεγγύης όλων των πολιτών, τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού από τον Μάιο 2023, την αναμόρφωση του ειδικού μισθολογίου των ιατρών του ΕΣΥ, τη διευθέτηση μισθολογικών θεμάτων των ενόπλων δυνάμεων, την κατάργηση της ειδικής εισφοράς 1% υπέρ του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων, την αύξηση του φοιτητικού επιδόματος, την επέκταση του επιδόματος μητρότητας στον ιδιωτικό τομέα, τα σημαντικά κίνητρα για επέκταση της πλήρους απασχόλησης μέσω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών και του τέλους επιτηδεύματος, την αναστολή του ΦΠΑ για νέες οικοδομές και το συνολικό πλαίσιο δράσεων στήριξης της στέγασης για 140.000 νέους και νέες δικαιούχους ύψους 1,8 δισ. ευρώ».
Συμπερασματικά, κατά τον Γ. Γεραπετρίτη, «απόδειξη της χρυσής ισορροπίας που επιτυγχάνει η οικονομική πολιτική της χώρας είναι οι συνεχείς αναβαθμίσεις των οίκων αξιολόγησης. Όμως, δεν πρέπει να καλλιεργείται εφησυχασμός. Ας μην αφήσουμε τις σειρήνες του ανέξοδου λαϊκισμού να μας κατακτήσουν», ζητά και συνεχίζει βάλλοντας κατά της μείζονος αντιπολίτευσης:
«Μέτρα όπως αυτά του προγράμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που κοστολογούνται περίπου στα 25 δισ., περιλαμβανομένης της κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης που ψήφισε μεν ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά ξέχασε να αναφέρει στη ΔΕΘ ότι θα πρέπει να την αναστείλει, είναι βέβαιο ότι θα μας οδηγήσουν σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό, με τις γνωστές σε όλους συνέπειες.
Επιπλέον, εύπεπτα αιτήματα για οριζόντια μείωση των έμμεσων φόρων, όπως του ΦΠΑ ή του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα, αφενός θα έχουν αμφίβολο αποτέλεσμα, διότι κανείς δεν γνωρίζει αν τελικά θα φτάσουν στον καταναλωτή, και αφετέρου θα μειώσουν τη δεξαμενή των δημοσίων εσόδων από όπου αντλούνται οι πόροι για να ενισχύονται ουσιαστικά οι πολίτες που έχουν περισσότερο ανάγκη αλλά και η μεσαία τάξη».
Και στο «δια ταύτα», «η παρούσα κυβέρνηση υπόσχεται μόνο ό,τι μπορεί να υλοποιήσει και μόνο ό,τι δεν διακινδυνεύει τη δημοσιονομική ισορροπία και δεν υποθηκεύει τη μοίρα των επόμενων γενεών. Η χώρα μας έχει πληρώσει ακριβά την ανέξοδη πλειοδοσία παροχών. Και η κοινωνία πλέον αντιλαμβάνεται την αξία της συνέπειας, της συνέχειας και της σταθερότητας», καταλήγει στο άρθρο του ο υπουργός Επικρατείας.