Τελικά τί είναι οι δημοσκοπήσεις; Είναι το απόλυτο εργαλείο για την άσκηση πολιτικής; Η΄ μήπως είναι απλώς ένα μείγμα αριθμών που μπορούν να ερμηνευθούν κατά το δοκούν;
Η απάντηση ούτε απλή είναι, ούτε μία. Σε κάθε περίπτωση οι έρευνες κοινής γνώμης αποτελούν φωτογραφία της στιγμής, την οποία τα κομματικά επιτελεία θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψιν προκειμένου να μην χάνουν την επαφή με την κοινωνία. Μπορεί οι δημοσκοπήσεις να βγάλουν ή να ρίξουν κυβερνήσεις; Προφανώς και όχι, αφού μόνο στις εκλογές πρωθυπουργοί χάνουν τη θέση τους και την καταλαμβάνουν οι επόμενοι.
Παρόλαυτα ουδείς δικαιούται να παραγνωρίζει ένα στοιχείο που δύσκολα παραποιείται. Οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια ή για να το πούμε πιο σωστά με το βλέμμα στραμμένο στην πολιτική σκηνή. Οι αριθμοί αποκαλύπτουν τάσεις και ποιοτικά στοιχεία που αφορούν στην συμπεριφορά του εκλογικού σώματος. Με βάση λοιπόν το παραπάνω σκεπτικό έχει ενδιαφέρον να καταγράψουμε ορισμένες πτυχές των πρόσφατων δημοσκοπήσεων, μέσα από τις οποίες μπορούν να βγουν χρήσιμα συμπεράσματα προς όλες τις κατευθύνσεις:
- Με βάση τις επιδόσεις των δύο “μεγάλων” στην λεγόμενη πρόθεση ψήφου, η ΝΔ βρίσκεται από δύο έως περίπου πέντε μονάδες, ανάλογα με την εταιρία, κάτω από το ποσοστό που πήρε στις εθνικές εκλογές του 2019. Με άλλα λόγια καταγράφει μία μικρή μείωση.
- Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με το ίδιο σκεπτικό, απέχει από οχτώ έως σχεδόν 13 μονάδες από την εθνική εκλογική του επίδοση. Είναι προφανές ότι τα δύο αυτά αριθμητικά δεδομένα εξάγουν συμπεράσματα και προς το Μέγαρο Μαξίμου αλλά και προς την Κουμουνδούρου.
Από την μία η κυβέρνηση δείχνει να έχει μικρές μεν αλλά μετρήσιμες δε απώλειες σε σχέση με το εκλογικό της ποσοστό. Κάποιοι θα πουν ότι αυτό σηματοδοτεί το τέλος του λεγόμενου μήνα του μέλιτος, όπως έχουμε συνηθίσει να το λέμε και πιθανότατα να έχουν δίκιο. Μπορεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη να αναμετράται από τους πρώτους κιόλας μήνες ανάληψης της εξουσίας με πολλαπλές κρίσης σε διάφορα επίπεδα, όμως τα λάθη και οι παραλείψεις δεν συγχωρούνται από τους πολίτες.
Πρόκειται για έναν σκληρό αλλά απολύτως αληθινό κανόνα που ισχύει στο δύσκολο στίβο της πολιτικής και πλέον η κυβέρνηση Μητσοτάκη το βιώνει. Όποια λάθος κίνηση κάνει, μετράει πλέον εις βάρος του Κυριάκου Μητσοτάκη, μια και η περίοδος ανοχής έχει τελειώσει. Παρόλαυτα η ΝΔ μοιάζει να “κρατάει”, χωρίς όμως να μπορεί κάποιος να προβλέψει το τί θα συμβεί, στην περίπτωση που τα δύσκολα επιμείνουν και τα λάθη δε διορθωθούν.
Από την άλλη ο Αλέξης Τσίπρας δείχνει να έχει αποφασίσει ότι θα ακολουθήσει την πλέον εύκολη από τις επιλογές που διατηρεί ως αρχηγός της αντιπολίτευσης. Μακριά από προσπάθεια δημιουργίας ενός εναλλακτικού αφηγήματος, ο κ. Τσίπρας απλώς πορεύεται στην πεπατημένη του “όχι σε όλα”, επιχειρώντας να εκμεταλλευθεί την όποια αγανάκτηση των πολιτών απέναντι στις κυβερνητικές επιλογές. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα της τακτικής του πάντως δε μοιάζουν να είναι και πολύ ενθαρρυντικά.
Μπορεί ο κ. Μητσοτάκης να έχει μια μικρή, φυσιολογική για πολλούς, φθορά της εξουσίας όμως ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν την καρπώνεται αλλά αντιθέτως προσπαθεί να πείσει ακόμα και όσοι τον στήριξαν το 2019, για το ορθό των κινήσεών του.
Για τον τέως πρωθυπουργό ο χρόνος περνάει χωρίς να έχει πείσει ότι κατάλαβε τα λάθη του και κυρίως το γιατί οι πολίτες τον καταψήφισαν τον Ιούλιο του 2019.