Σε μια κομβική συγκυρία, όπου δεν υπάρχει το περιθώριο του χρόνου, καθώς η αντίστροφη μέτρηση για την εκλογική αναμέτρηση της 9ης Ιουνίου έχει αρχίσει, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να μη διευρύνει τον κύκλο των συνεργατών του, μετά τις παραιτήσεις των κυρίων Γιάννη Μπρατάκου και Σταύρου Παπασταύρου. Αντιθέτως, η επιλογή της εσωτερικής αναδιάταξης δυνάμεων, όπως έλεγαν χαρακτηριστικά στο Μέγαρο Μαξίμου, επελέγη ως η πλέον ενδεδειγμένη, αυτή την περίοδο.
Κάθε άλλη επιλογή θα οδηγούσε ενδεχομένως σε έναν ευρύτερο ανασχηματισμό, ένα «χαρτί», που ο Πρωθυπουργός δεν φαίνεται να θέλει να αξιοποιήσει τώρα, κυρίως για δύο λόγους. Πρώτον, διότι έχουν περάσει μόλις τέσσερις μήνες από τις τελευταίες αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα, δεύτερον, γιατί το «χαρτί» αυτό, εκτιμάται ότι είναι προτιμότερο να μείνει ενεργό για μετά τις ευρωεκλογές, σηματοδοτώντας, τότε, το «άνοιγμα» ενός νέου κύκλου για την κυβέρνηση.
Όπως εκτιμούσαν κυβερνητικά στελέχη, οι επιλογές που έγιναν για τη στέλεχωση του «πυρήνα» του Μεγάρου Μαξίμου οδηγούν καταρχάς σε καθαρούς ρόλους και ξεκάθαρες αρμοδιότητες για τα πρόσωπα, που βρίσκονται στο περιβάλλον του Πρωθυπουργού. Νέα πρόσωπα δεν προστίθενται, ουσιαστικά μειώνονται κατά δύο οι θέσεις στο Υπουργικό Συμβούλιο, καθώς δεν αντικαθίσταται ένας Υπουργός Επικρατείας, ο Σταύρος Παπασταύρου κι ένας Υφυπουργός παρά των Πρωθυπουργώ, ο Γιάννης Μπρατάκος, με τις αρμοδιότητές τους να «κατανέμονται» σε ήδη υπάρχοντα μέλη της κυβέρνησης.
Στο νέο «οργανόγραμμα» του Μεγάρου Μαξίμου, ο Μάκης Βορίδης αναλαμβάνει επιπλέον τη ρύθμιση θεμάτων οργάνωσης και λειτουργίας της κυβέρνησης και των κυβερνητικών οργάνων, για παράδειγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, σε συνεργασία με έναν τεχνοκράτη, τον δικηγόρο και λέκτορα Δημοσίου Δικαίου στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, Στέλιο Κουτναζτή, ο οποίος αναλαμβάνει τις αρμοδιότητες της γενικής γραμματείας Πρωθυπουργού. Τα ήδη υπάρχοντα στελέχη του Μεγάρου Μαξίμου συνεχίζουν με τις αρμοδιότητες που είχαν, με κάποια από αυτά να ενισχύονται περαιτέρω.
Έτσι, ο Άκης Σκέρτσος αναλαμβάνει την εποπτεία και τη ρύθμιση των Οργανισμών και των Φορέων που υπάγονται στον Πρωθυπουργό -όπως η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής, η Εθνική Επιτροπή για τα δικαιώματα του ανθρώπου, η Εθνική Επιτροπή για Άτομα με Αναπηρία- ενώ ο Θανάσης Κοντογεώργης την Ειδική Γραμματεία Μακροπρόθεσμου Σχεδιασμού. Ο σύμβουλος του Πρωθυπουργού Θανάσης Νέζης αναλαμβάνει με τον Στέλιο Κουτνατζή την επικοινωνία με τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, καθώς και την επικοινωνία με το Γραφείο του Πρωθυπουργού στη Βουλή και την Κοινωνία των Πολιτών, ενώ η Ελένη Σχινά αναλαμβάνει Διευθύντρια του Ιδιαίτερου Γραφείου του Πρωθυπουργού, μαζί με το αρχείο και το πρωτόκολλο του πρωθυπουργού. Ο Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, Παύλος Μαρινάκης, συνεχίζει να έχει τις αρμοδιότητες των ΜΜΕ, την εκπροσώπηση του Πρωθυπουργού και της κυβέρνησης.
Με αυτό το σχήμα ο στενός «πυρήνας» του κυβερνητικού επιτελείου, αναλαμβάνει τη χάραξη της στρατηγικής για τις επόμενες δέκα εβδομάδες, έως τις κάλπες των ευρωεκλογών. Μια στρατηγική, που αναμένεται να βάλει σε πρώτο πλάνο το κυβερνητικό έργο, που έχει επιτευχθεί και την επικοινωνία του οποίου φαίνεται να αναλαμβάνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως ακριβώς συνέβη και πριν τις εθνικές εκλογές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα σε λίγα 24ωρα, ο πρωθυπουργός επισκέφθηκε το Μοσχάτο, συνομιλώντας με πολίτες για την τραγωδία των Τεμπών, στον απόηχο της πρότασης δυσπιστίας, αλλά και για το διακύβευμα των ευρωεκλογών, ένα εργοστάσιο, προκειμένου να αναδείξει την αύξηση του κατώτατου μισθού και τις αλλαγές, που έχουν γίνει στα εργασιακά, όπως η ψηφιακή κάρτα εργασίας, ενώ σήμερα θα βρίσκεται στα Καλάβρυτα, δίνοντας έμφαση και στα αγροτικά ζητήματα.
Εν αναμονή του επόμενου κύκλου δημοσκοπήσεων, όπου θα καταγραφούν οι τάσεις της κοινής γνώμης μετά τις τελευταίες εξελίξεις και την επαναφορά της τραγωδίας των Τεμπών στην αιχμή της επικαιρότητας, η κυβέρνηση επιχειρεί να επανέλθει στο δρόμο της, προτάσσοντας την οικονομία, τις μεταρρυθμίσεις και τις προοπτικές για τη χώρα. Στόχος να κριθεί επ' αυτών στις κάλπες.
Κυβερνητικά στελέχη αποφεύγουν να θέσουν αριθμητικό πήχη για το αποτέλεσμα, καθώς η χαλαρότητα της ψήφου, αλλά και το ποσοστό της αποχής μπορούν να παίξουν ρόλο στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Γνωρίζουν, ωστόσο, ότι σύγκριση θα υπάρξει και μέτρο αυτής της σύγκρισης θα αποτελέσει τόσο το ποσοστό των προηγούμενων ευρωεκλογών, δηλαδή το 33%, όσο και τα ποσοστά πολιτικής κυριαρχίας, που καταγράφηκαν στις εθνικές κάλπες, αλλά και τις δημοσκοπήσεις τους μήνες, που ακολούθησαν, τουλάχιστον για την εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων.
Για το λόγο αυτό, επιδιώκεται να τεθεί με έμφαση το διακύβευμα της πολιτικής σταθερότητας και της ανάγκης για επαναβεβαίωση της πολιτικής ισχύος της κυβέρνησης, με στόχο τη συσπείρωση των ψηφοφόρων και τον περιορισμό των διαρροών.