Την ώρα, που σε παγκόσμιο επίπεδο έχει ανοίξει η συζήτηση για τη συντηρητική στροφή των κοινωνιών με υπέρμαχους και σφόδρα αντίθετους να διασταυρώνουν τα ξίφη τους, και η ελληνική πολιτική σκηνή καλείται να πάρει θέση. Για τα κόμματα της κεντροαριστεράς, η απάντηση είναι αυτονόητη και δεδομένη, όπως αντίστοιχα και για τα κόμματα στα δεξιά της κυβέρνησης. Για τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, από την άλλη, πρόκειται για μια άσκηση απόλυτης ισορροπίας.
Σήμερα, τα κόμματα στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας συγκεντρώνουν στις δημοσκοπήσεις ποσοστά, που συχνά ξεπερνούν το 15%. Ο πρωθυπουργός απέρριψε πριν από λίγες ημέρες, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, το ενδεχόμενο τα κόμματα αυτά να αποτελέσουν συνομιλητές του, ακόμη κι αν απαιτηθούν συμπράξεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης μετεκλογικά. Ωστόσο, είναι κοινός τόπος ότι ο πρωθυπουργός θα ήθελε να προσεγγίσει ξανά τους ψηφοφόρους, που εγκατέλειψαν τη Νέα Δημοκρατία, «κλίνοντας επί δεξιά» και να τους πείσει ότι η πολιτική, που ακολουθεί είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με τις παραδοσιακές αρχές της Νέας Δημοκρατίας.
Ταυτόχρονα, όμως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει να διατηρήσει την κυριαρχία των προηγούμενων ετών στον μεσαίο χώρο. Το ΠΑΣΟΚ, ως έτερος «διεκδικητής» του κέντρου, έχει κατορθώσει μεν να αυξήσει τη διείσδυσή του και να επαναφέρει ψηφοφόρους του, ωστόσο η δυναμική των προηγούμενων μηνών φαίνεται να ανακόπτεται και τα ποσοστά των τελευταίων δημοσκοπήσεων να καταγράφουν στασιμότητα, ενίοτε και πτώση. Το ερώτημα, λοιπόν, και ταυτόχρονα το «στοίχημα» είναι πώς θα κινηθούν οι κεντρώοι ψηφοφόροι, οι οποίοι δεν επέστρεψαν έως τώρα στο ΠΑΣΟΚ. Αν η Νέα Δημοκρατία δεν καταφέρει να τους διατηρήσει, τότε το πιθανότερο σενάριο είναι να κατευθυνθούν στην αποχή, ένα μέγεθος, που γιγαντώθηκε σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, όπως οι ευρωεκλογές ή οι αυτοδιοικητικές κάλπες.
Το 2019, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε τις εθνικές εκλογές όχι μόνο κεφαλαιοποιώντας το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και συσπειρώνοντας απόλυτα τον κεντροδεξιό χώρο, αλλά και επιτυγχάνοντας τη διείσδυση του κόμματός του σε δύο -κρίσιμες για το αποτέλεσμα κάθε εκλογικής αναμέτρησης- κατηγορίες του εκλογικού σώματος, τη μεσαία τάξη και τον κεντρώο χώρο. Με την αποκατάσταση της διεθνούς εικόνας της χώρας, την οικονομική ανάκαμψη και την πολιτική σταθερότητα στην προμετωπίδα, έχοντας πλέον προχωρήσει επί έξι χρόνια σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων και παρεμβάσεων, έχοντας μιλήσει για την ανάγκη του «πολυδιάστατου εκσυγχρονισμού» κι έχοντας «αποκηρύξει» τις παραδοσιακές γραμμές περί δεξιάς και αριστερής πολιτικής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε την πολιτική του σε μια διαφορετική βάση.
Στην τελική ευθεία, στο δεύτερο μισό της τετραετίας της κυβέρνησης, η επίτευξη απτών αποτελεσμάτων σε όλους τους τομείς –οικονομία, εισοδήματα, ανεργία, κοινωνική πολιτική, στεγαστικό, δημογραφικό, υγεία, παιδεία, μετασχηματισμός του κράτους - αποτελεί το ζητούμενο, πάνω στο οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ζητήσει να κριθεί.
Η αδιευκρίνιστη ψήφος και τα ποσοστά όσων δηλώνουν ότι είτε δεν θα ψηφίσουν είτε θα ψηφίσουν λευκό/άκυρο, αποτελούν ένα κομβικό στοιχείο των δημοσκοπήσεων. Με τη συσπείρωση της Νέας Δημοκρατίας να κινείται γύρω στο 60-65%, για το Μέγαρο Μαξίμου και τον σχεδιασμό του είναι κρίσιμο να αποκαταστήσει τους διαύλους επικοινωνίας με αυτό το εκλογικό κοινό.
Το περασμένο Σάββατο, η πρώτη ψηφοφορία για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας κατέγραψε τον συσχετισμό των δυνάμεων στο Κοινοβούλιο, χωρίς εκπλήξεις και επιβεβαιώνοντας ότι θα χρειαστεί να φτάσουμε στις 12 Φεβρουαρίου και την τέταρτη ψηφοφορία για την εκλογή του Κωνσταντίνου Τασούλα στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα της χώρας. Η συγκέντρωση περισσότερων ψήφων της Λούκας Κατσέλη από τον προτεινόμενο του ΠΑΣΟΚ Τάσο Γιαννίτση, αναζωπύρωσε την ιδιότυπη διαμάχη μεταξύ Κουμουνδούρου και Χαριλάου Τρικούπη για τις επιλογές, που έγιναν και την απόφαση να υποδειχθούν διαφορετικά πρόσωπα από τον χώρο της ευρύτερης κεντροαριστεράς για την Προεδρία της Δημοκρατίας.
Το Μέγαρο Μαξίμου γνώριζε εκ των προτέρων ότι η πρόταση Τασούλα είχε συγκεκριμένα όρια ως προς τη στήριξη που θα μπορούσε να λάβει σε ένα πολιτικό σκηνικό, που παίρνει «θέσεις μάχης». Με την επιχειρηματολογία ότι ο πρώην Πρόεδρος της Βουλής είχε υπερψηφιστεί για τη θέση του Προέδρου της Βουλής τρεις φορές από το κοινοβουλευτικό σώμα με ευρεία πλειοψηφία, το κυβερνητικό επιτελείο επιμένει στην ορθότητα της επιλογής του, βλέποντας τόσο τα θετικά μηνύματα από το εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας όσο και από τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους του κόμματος, η συσπείρωση των οποίων αποτελεί και αυτή ούτως ή άλλως, μια κεντρική στόχευση το επόμενο διάστημα.
Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, η κυβέρνηση αφήνει χωρίς αντίδραση την κριτική της αντιπολίτευσης για «δεξιά στροφή», στον απόηχο της επιλογής του κ. Τασούλα, αλλά και της διατύπωσης θέσεων από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όπως εκείνη περί ύπαρξης μόνο δύο φύλων, που έκανε στην τοποθέτησή του στο ελληνοαμερικανικό επιμελητήριο, την επομένη της ορκωμοσίας Τραμπ. Το ζητούμενο είναι πλέον να βρεθεί η λύση της «εξίσωσης», που θα οδηγεί στην ισορροπία, μεταξύ αυτού του εκλογικού σώματος και του μεσαίου χώρου, που αναζητά η κυβέρνηση.