Η ανάμειξη της εκκλησίας στο κράτος είναι βίωμα κληρονομημένο έκπαλαι, από την εποχή του Βυζαντίου, όπου Κράτος και Εκκλησία ήταν ομοούσια. Κατά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους οι κυβερνήσεις θώπευαν την εκκλησία και η εκκλησία ανταπέδιδε με πολιτική επιρροή στις εκλογικές διαδικασίες.
Η έντονη πολιτική εκκλησιαστική παρέμβαση οδηγήθηκε σε παροξυσμό κατά τον Εθνικό Διχασμό, τον οποίο και ενσωμάτωσε στο εσωτερικό της, διαιρούμενη και η ίδια.
Τον Μάιο του 1915 ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος έφερε στην Αθήνα την εικόνα της Ευαγγελίστριας από την Τήνο, για υποστήριξη του βασιλιά και διοργάνωσε λιτανείες και λατρευτικές εκδηλώσεις. Τον Δεκέμβρη του 1916, ογκώδης αντιβενιζελική πορεία με επικεφαλής την Ιερά Σύνοδο κατέληξε στο Πεδίο του Άρεως, όπου αναθεμάτισαν τον Βενιζέλο, τον «Σατανά» της πολιτικής ζωής του τόπου.
Το 1982 η κυβέρνηση Παπανδρέου θέσπισε τον πολιτικό γάμο. Μετά από σφοδρές αντιδράσεις της Εκκλησίας, το τελικό νομοσχέδιο προέβλεπε «ισοδυναμία» πολιτικού και θρησκευτικού γάμου. Δεν ευοδώθηκε όμως η υποχρεωτικότητα του πολιτικού, όπως ήταν το αρχικό σχέδιο. Η ανωτέρω παρέμβαση της Εκκλησίας ήταν απλώς εξουσιαστική επίδειξη πολιτικής δύναμης.
Αντιθέτως, παρέμβαση συμφέροντος προκάλεσαν την περίοδο 1985-87 οι κυβερνητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες για απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Υπήρξαν πύρινοι λόγοι στους άμβωνες, αποχή από εορτασμούς και διοργάνωση συλλαλητηρίου.
Ηταν τότε που η Εκκλησία ως άλλη Σαλώμη, ζήτησε την κεφαλήν επί πίνακι του εμπνευστή Αντώνη Τρίτση. Και ο Αντρέας υποχώρησε ατάκτως και τον απέπεμψε. Του χρύσωσε δε το χάπι με την περιώνυμη φράση «Εγραψες Ιστορία». Οντως έγραψε, αλλά έγραψε μια αρνητική σελίδα της πασοκικής ιστορίας. Παρόμοια ιστορία έγραψε και ο «αριστερός» Τσίπρας όταν απέπεμψε τον Νίκο Φίλη από τη θέση του υπουργού Παιδείας για το θέμα των θρησκευτικών.
Πάντως, καταμετρώντας κέρδη και ζημίες, η Εκκλησία στη διαμάχη της με την Πολιτεία ηττήθηκε στα σημεία. Τόσο ο πολιτικός γάμος όσο και το σύμφωνο συμβίωσης θεσμοθετήθηκαν. Και τώρα θα ηττηθεί στον γάμο ομοφυλοφίλων. Εκείνο στο οποίο παρέμεινε αήττητη ήταν ο διαχωρισμός της από το Κράτος.
Δεν αναφερόμαστε στην εύκολη και λαϊκίστικη καταγγελία για την κρατική μισθοδοσία των ιερωμένων. Αυτή θεσμοθετήθηκε κοινή συναινέσει όταν το κράτος οικειοποιήθηκε τεράστιες εκτάσεις εκκλησιαστικής περιουσίας, προκειμένου να στεγάσει τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής (οι λόγοι που η Εκκλησία κατείχε τέτοια περιουσία είναι ιστορικοί και όχι του παρόντος κειμένου).
Αναφερόμαστε στον Διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας για τον οποίο κιότεψαν όλες οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης. Και κυρίως οφείλεται στην ψηφοθηρική σκοπιμότητα του πολιτικού προσωπικού. Εκ μέρους μεγάλου τμήματός του, σε κάθε συνάντηση με την εκκλησιαστική ηγεσία ή με μεμονωμένους Μητροπολίτες, δίδονται υποσχέσεις κατανόησης και συνδρομής για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους.
Να διευκρινίσουμε ότι δεν κρίνουμε την πίστη των πολιτικών. Για παράδειγμα, δεν κρίνεται ο Τσίπρας γιατί ως άθεος (καθότι αριστερός και φορέας του «ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού» - αν τα έχει ακούσει ποτέ αυτά…) κατά την επίσκεψή του στο Άγιο Όρος ζήτησε και έμεινε μόνος για κανα 15λεπτο με την εικόνα της Παναγίας «Αξιον Εστί». Στις υπαρξιακές ανησυχίες κάθε ανθρώπινου όντος δεν πέφτει σε κανέναν λόγος.
Αλλά κρίνεται ο Τσίπρας ως αριστερός πρωθυπουργός από τον οποίο ευλόγως αναμέναμε τον διαχωρισμό. Αντί αυτού μίλησε για «διακριτές σχέσεις». Καλοσύνη του. Ενώ και ο Κασσελάκης έσπευσε να συναντήσει τον αρχιεπίσκοπο. Δεν είναι εθιμοτυπία αυτές οι συναντήσεις. Αν ήταν συναντούσαν και ηγέτες άλλων θρησκειών. Είναι είτε ψηφοθηρία είτε κατευνασμός!
Με τόση θωπεία, λογικά ο έως τώρα νουνεχής και μετριοπαθής Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, έφτασε να μιλάει για ενδεχόμενο δημοψήφισμα. Το χειρότερο είναι ότι δεν μπορεί να άλλαξε ξαφνικά ο Αρχιεπίσκοπος σε τέτοια ηλικία. Έχει γνώση ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπαίνουν στη λαιμητόμο της κοινής γνώμης. Αν έμπαιναν οι γυναίκες δεν θα είχαν ακόμη ψήφο, ή δεν θα ψήφιζαν αυτόνομα από τους συζύγους τους, αφού πρέπει «η γυνή να φοβήται τον άνδρα».
Η πρότασή του δείχνει μάλλον την μεγάλη πίεση που υφίσταται από την ιεραρχία και τον κατώτερο κλήρο στους άμβωνες. Σε όλους αυτούς δεν έγινε μάθημα η κατάληξη του λαοπλάνου δημοψηφίσματος του Χριστόδουλου. Και δεν έγινε μάθημα γιατί υπάρχει μία «αγροίκα» επιθετική προσέγγιση προς την Πολιτεία.
Υπάρχει διαφορά με την ευλύγιστη πολιτική της Καθολικής εκκλησίας, όπου πρόσφατα ο Πάπας μίλησε ακόμη και για δυνατότητα ευλογίας των ομοφυλόφιλων ζευγαριών. Η διαφορά είναι ότι το Βατικανό διέπεται από την σοφία δύο χιλιάδων χρόνων εκλεπτυσμένης πολιτικής (με κεφαλαίο το «Π»).
Η δική μας Αυτοκέφαλη δεν κάνει πολιτική. Παραμένοντας συνδεδεμένη με το Κράτος, παρεμβαίνει άγαρμπα και επιθετικά σε αυτό και τις λειτουργίες του, με όχημα φοβισμένους πολιτικούς. Το ότι είναι κατά το σύνταγμα η επικρατούσα θρησκεία (αρ. 3) και σωστά είναι, δεν τη καθιστά ισόβαθμη της εκλεγμένης πολιτικής εξουσίας. Ο ορισμός είναι κυρίως ιστορικός και πολιτισμικός. Δεν είναι εξουσιαστικός σε ανεξίθρησκη Πολιτεία.
Λογικώς η κυβέρνηση δεν υπέκυψε στην εξουσιαστική παρέμβαση Ιερώνυμου για δημοψήφισμα. Αλλά τον διαχωρισμό θα κάνουμε δεκαετίες να τον δούμε.