Η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη
Shutterstock
Shutterstock

Η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη

Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς – και ιδιαίτερα στη Δικαιοσύνη – αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο κάθε Δημοκρατίας. Όταν η εμπιστοσύνη αυτή κλονίζεται, η κοινωνική συνοχή δοκιμάζεται και οι πιθανότητες πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής αυξάνονται. Η Δικαιοσύνη, αν λειτουργεί ανεξάρτητα και απρόσκοπτα, αποτελεί έναν βασικό μηχανισμό διόρθωσης του ευρύτερου πολιτικού συστήματος και ως εκ τούτου αποτελεί έναν πυλώνα σταθερότητας.

Η πρόσφατη αναταραχή στη Γαλλία με την καταδίκη της Μαρί Λεπέν για υπεξαίρεση ευρωπαϊκών κονδυλίων κατά τη διάρκεια της θητείας της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, επανέφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για τον πολιτικό ρόλο της Δικαιοσύνης και τις αποφάσεις που λαμβάνει. Πρόκειται για μια συζήτηση που και στην Ελλάδα έχει μια σημαντική δυναμική, που επικεντρώνεται – κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά – στον τρόπο διορισμού των ανώτατων δικαστικών λειτουργών και την απορρέουσα από αυτόν (δυνητική) πολιτική τους εξάρτηση.

Η κρίση του θεσμού της Δικαιοσύνης δεν είναι ένα περιορισμένο ελληνικό ή γαλλικό φαινόμενο, αλλά έχει μια ευρύτερη ευρωπαϊκή διάσταση που χρήζει προσοχής. Όπως φαίνεται στο Γράφημα 1, με στοιχεία από το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο, στα μισά κράτη-μέλη της ΕΕ, λιγότερο από το 50% των πολιτών δηλώνουν ότι έχουν εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, ενώ και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι μόλις στο 55%. Στο ένα άκρο εμφανίζονται οι «συνήθεις ύποπτοι» (Σκανδιναβικές χώρες, Αυστρία και Ολλανδία με ποσοστό άνω του 80%), ενώ στο άλλο βρίσκει κανείς χώρες όπως η Κύπρος, η Βουλγαρία, αλλά και η Σλοβενία, η Κροατία και η Γαλλία.

Φυσικά, η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη δεν είναι στατικό μέγεθος. Επηρεάζεται από την ιστορία, την πολιτική κουλτούρα, τις θεσμικές παραδόσεις και – κυρίως – από το πολιτικό κλίμα κάθε εποχής. Τα κριτήρια που διαμορφώνουν αυτή την εμπιστοσύνη είναι τόσο προσωπικά όσο και συλλογικά, αντανακλώντας τις πολιτικές παρακαταθήκες, τις αξίες και τις εμπειρίες κάθε κοινωνίας. Την τελευταία δεκαετία, η άνοδος αντισυστημικών δυνάμεων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχει συμπαρασύρει και την εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, η οποία έχει στοχοποιηθεί ως εργαλείο συστημικής επιβολής και όργανο εξυπηρέτησης των εκάστοτε κυβερνητικών επιδιώξεων.

Δύο διαπιστώσεις μπορεί να γίνουν επί του θέματος αυτού: Όσο οι αντισυστημικές δυνάμεις βρίσκονται εκτός κυβέρνησης υιοθετούν και προωθούν το αφήγημα της εξαρτημένης και πολιτικά κατευθυνόμενης Δικαιοσύνης, συμβάλλοντας στην υπονόμευση του κύρους της. Ο πολιτικός αντισυστημισμός τρέφει αλλά και τρέφεται από τη συστηματική απαξίωση των θεσμών, συμπεριλαμβανομένης της Δικαιοσύνης. Ωστόσο, όταν οι δυνάμεις αυτές κυριαρχήσουν πολιτικά προβαίνουν, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, σε μια σειρά επεμβάσεων και επαναστελέχωσης του δικαστικού σώματος, αλλάζοντας πλέον γραμμή και αφήγημα ως προς την αξία της «ανεξάρτητης» Δικαιοσύνης.

Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 2, που αποτυπώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη σε βάθος δεκαετίας σε μια σειρά κρατών-μελών, στη Γαλλία, η πτωτική τάση συνδέεται σαφώς με τη σταδιακή υποχώρηση παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων, το ευρύτερο κίνημα κοινωνικής δυσαρέσκειας και την ενίσχυση της Εθνικής Συσπείρωσης της Λεπέν. Τα νούμερα είναι ενδεικτικά της πόλωσης και του υφιστάμενου αντίστοιχου πολιτικού κλίματος.

Στο παρελθόν, η ανεξαρτησία της γαλλικής Δικαιοσύνης έχει αποδειχτεί επανειλημμένως, αφού δεν έχει διστάσει να καταδικάσει δύο πρώην Προέδρους της Γαλλικής Δημοκρατίας (Ζακ Σιράκ και Νικολά Σαρκοζί). Ωστόσο, την τρέχουσα περίοδο, η εμπιστοσύνη των πολιτών στον εν λόγω θεσμό είναι ιδιαίτερα χαμηλή, γεγονός που οφείλεται στην ερμηνεία της αυστηρότητας των αποφάσεων όχι ως δείγμα δικαστικής ανεξαρτησίας αλλά ως ένδειξη πολιτικής στοχοποίησης, ένα αφήγημα που προωθείται συστηματικά από το στρατόπεδο της Λεπέν.

Στη Γερμανία, αν και φαινομενικά υπάρχει μια σχετική σταθερότητα, μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει τη μεγάλη διαφορά μεταξύ πρώην Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας. Ενώ, συνολικά, το 67% των πολιτών δηλώνει εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη σήμερα, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, τα αποτελέσματα διαφέρουν πολύ ανά περιφέρεια. Στην πρώην Δυτική Γερμανία η εμπιστοσύνη φτάνει το 74%, ενώ στην πρώην Ανατολική μόλις το 45%.

Η διαφοροποίηση αυτή δεν είναι τυχαία και υπάρχει προφανής συσχέτιση με τα αποτελέσματα των πρόσφατων ομοσπονδιακών εκλογών και την πολιτική κυριαρχία της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) στην πρώην Ανατολική Γερμανία.

Αλλά και η δεύτερη διαπίστωση επιβεβαιώνεται σε μεγάλο βαθμό, κυρίως εστιάζοντας στην περίπτωση της Ουγγαρίας. Η υπερδεκαετής παραμονή του Ορμπάν στην εξουσία έχει οδηγήσει στην πλήρη διάβρωση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, τον διορισμό ενός νέου στελεχιακού δυναμικού που είναι φίλα προσκείμενο στο καθεστώς και ένα καινούργιο αφήγημα για την αξιοσύνη της «νέας» κατάστασης που σταδιακά κερδίζει έδαφος.

Η περίπτωση αυτή της Ουγγαρίας δεν είναι, ωστόσο, μη αναστρέψιμη. Στην Πολωνία, η αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό με τις εκλογές του φθινοπώρου του 2023 φαίνεται να έχει άμεσο αντίκρισμα στην εμπιστοσύνη των πολιτών προς τον θεσμό της Δικαιοσύνης, με τον αντίστοιχο δείκτη να εκτοξεύεται κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε ένα χρόνο. Σε αυτό συνέβαλε σίγουρα η συστηματική προσπάθεια της νέας κυβέρνησης να αποκαταστήσει το κύρος του πολωνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου και να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία του από την εκτελεστική εξουσία.

Η προσπάθεια αυτή είχε ως στόχο τη θωράκιση της δικαστικής εξουσίας, η οποία είχε πληγεί από την κίνηση του PiS, που βρίσκονταν στην εξουσία μεταξύ 2015 και 2023, να αντικαταστήσει τους δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου, κάτι που η αντιπολίτευση και πολλοί εμπειρογνώμονες είχαν χαρακτηρίσει ως εν μέρει παράνομη ενέργεια.

Και η Ελλάδα; Οι τελευταίες εξελίξεις, κυρίως με την υπόθεση των Τεμπών αλλά και νωρίτερα με την υπόθεση των υποκλοπών, έχουν αφήσει το στίγμα τους, με αποτέλεσμα να έχουμε – ως κοινωνία – επιστρέψει κοντά στο ναδίρ της εμπιστοσύνης προς τη Δικαιοσύνη, που είχε παρατηρηθεί στην αποκορύφωση της οικονομικής κρίσης και της ευρύτερης κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής που είχε αυτή προκαλέσει.

Σίγουρα, πρόκειται για μια εξέλιξη βαθιά ανησυχητική, που δημιουργεί ευρύτερους προβληματισμούς για τον τρόπο πρόσληψης από την κοινωνία των ελεγκτικών μηχανισμών και της λειτουργίας του κράτους δικαίου στην Ελλάδα. Αλλά, όπως δείχνει η περίπτωση της Πολωνίας, η μάχη για τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος οφείλει να συνεχιστεί.


*Αντώνης Παπακώστας (πρώην στέλεχος ΕΕ και Ερευνητής ΕΛΙΑΜΕΠ) και Σπύρος Μπλαβούκος (Καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Επικεφαλής Ευρωπαϊκού Προγράμματος ‘Αριάν Κοντέλλη’, ΕΛΙΑΜΕΠ