Για μια ακόμα φορά τα κόμματα αδίκησαν την πραγματικότητα, άρα και την κοινωνία, γύρω από το σημαντικότερο ζήτημα της εποχής. Η αξιωματική αντιπολίτευση με κραυγές και προσπάθεια πολιτικής εργαλειοποίησης μιας επιστημονικής μελέτης, την οποία, όσοι μίλησαν στο όνομα του ΣΥΡΙΖΑ, είτε δεν είχαν διαβάσει είτε δεν είχαν καταλάβει, ή και τα δύο.
Η κυβέρνηση λόγω της αμυντικής της στάσης και του φόβου να απευθυνθεί στην ωριμότητα και στη λογική των πολιτών, κοιτάζοντας προς το μέρος της επιστήμης και όχι των πολιτικών συσχετισμών. Έστω τώρα, μόλις κατακαθίσει ο αχός, ας γίνουν αυτά που πρέπει: πλήρης ενημέρωση του κοινού από τους αρμόδιους, συζήτηση χωρίς φανατισμό, όσο το δυνατόν ταχύτερη ενίσχυση του πολύπαθου αλλά πολύτιμου δημόσιου συστήματος υγείας.
Από τη μελέτη των καθηγητών Λύτρα και Τσιόδρα, που είναι διαθέσιμη στο Διαδίκτυο (στα αγγλικά) και αφορά την περίοδο Σεπτεμβρίου του 2020 με Μάιο του 2021, εξάγονται, μέσα από ανωνυμοποιημένη επεξεργασία στοιχείων για εισαγωγές σε νοσοκομεία, μονάδες εντατικής θεραπείας και θανάτους στον γενικό πληθυσμό από τον ιό Covid, δύο βασικά συμπεράσματα:
α) ότι όσο πιο «πιεσμένο», από πλευράς κλινών, προσωπικού, υπηρεσιών, είναι ένα νοσοκομείο, τόσο επηρεάζεται αρνητικά η θνητότητα
β) ότι υπήρξε μεγάλη ανισότητα, την οποία χαρακτηρίζουν δομική, και όχι για πρώτη φορά εμφανιζόμενη, ανάμεσα σε όσους νοσηλεύτηκαν σε νοσοκομεία της Αθήνας, όπου είχαμε λιγότερους συγκριτικά θανάτους, και νοσοκομεία της επαρχίας, όπου η θνητότητα ήταν αυξημένη.
Με βάση αυτές τις εκ της στατιστικής ανάλυσης παρατηρήσεις, οι δυο καθηγητές διατυπώνουν αντίστοιχες βελτιωτικές προτάσεις, που δεν είναι δυνατόν παρά να χαρακτηριστούν κοινής λογικής:
α) θεωρώντας κρίσιμη τη νοσοκομειακή υποδομή, και χαρακτηρίζοντας ενδεχόμενη υστέρηση της «μείζονα αποφευκτέο παράγοντα» -αυτή είναι πιθανώς η φράση στην οποία «πιάστηκε» για την αδικαιολόγητη επίθεσή της η αξιωματική αντιπολίτευση- κάνουν έκκληση για «πολύ πιο εκτεταμένες επενδύσεις στο σύστημα υγείας πέρα από το μίνιμουμ που χρειάζεται για να αντιμετωπίζονται οριακές καταστάσεις»
β) για τη μείωση της απόστασης και της αδικίας, μεταξύ Αθήνας και λοιπής Ελλάδας, προτείνουν ενίσχυση του συστήματος υγείας εν γένει και ιδίως των περιφερειακών δομών και νοσοκομείων.
Τίποτα το σοκαριστικό, τίποτα το καταγγελτικό, τίποτα το επαναστατικό. Η κυβέρνηση θα μπορούσε -θα έπρεπε- να μείνει ψύχραιμη και να πει ότι γνωρίζει και λαμβάνει σοβαρά υπόψη της αυτά τα συμπεράσματα και τις προτάσεις και ότι και η ίδια έχει εξαγγείλει ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας. Βέβαια αυτή η προσπάθεια παρά την αύξηση των ΜΕΘ, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη (αν η κυβέρνηση ήταν γενναία θα παραδεχόταν: είναι μπροστά μας) και ούτε είναι δυνατόν να δώσει εντυπωσιακούς καρπούς άμεσα.
Ούτε κριτική στην κριτική, ούτε δικαιολογίες ότι ο πρωθυπουργός δεν γνώριζε τη μελέτη, ούτε άμυνα μπροστά στο αμείλικτο γεγονός ότι, συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έχουμε περισσότερους θανάτους από Covid λόγω μη επαρκούς και μη ορθά κατανεμημένου συστήματος δημόσιας υγείας. Έτσι θα αναδείκνυε την αξιωματική αντιπολίτευση, που για ακόμα μια φορά εκπροσωπήθηκε από το γνωστό και εγνωσμένου ήθους πρόσωπο, ως υπηρετούσα το μικροκομματικό της συμφέρον και όχι το κοινό καλό. Κι έτσι, κυρίως, θα εξηγούσε στους πολίτες τι συμβαίνει και πώς το πρόβλημα μπορεί να λειανθεί.
Το κοινό καλό απαιτεί βελτίωση του συστήματος υγείας, επιτάχυνση των «δομικών μέτρων» που δεν ζητούν μόνοι οι δύο καθηγητές αλλά ολόκληρη η ελληνική κοινωνία, καθώς και εν τω μεταξύ, πληρέστερη και σφαιρικότερη ενημέρωση για τις εξελίξεις, τη στάση των ειδικών, τους τρόπους δράσης στο μέτωπο του Covid. Οι θάνατοι δεν είναι αριθμοί: αυτή την πρωταρχική αλήθεια, που μας την υπενθυμίζει διαρκώς η επιστήμη, πρέπει επιτέλους να την κάνει πράξη και η πολιτική τάξη.
* Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής