Οι τράπεζες έκαναν μια αρχή με δωρεά 50 εκατ. ευρώ. Οι εφοπλιστές είπαν ότι θα ακολουθήσουν. Ανεξάρτητα από το ύψος των δωρεών, το θέμα είναι το παράδειγμα που δίνουν οι ελίτ της χώρας.
Αν δεν το δώσουν αυτές, πως θα ακολουθήσει η κοινωνία; Τι μήνυμα στέλνει στον άνθρωπο της διπλανής πόρτας που συνεισφέρει από το υστέρημά του, εκείνος που ενώ έχει περίσσευμα, δεν δίνει τίποτα;
Στις δύσκολες στιγμές που αντιμετώπιζε ο τόπος, η αστική τάξη πάντα έδινε το παράδειγμα. Όταν οι συνθήκες ήταν δύσκολες ή και ζοφερές, η Ελλάδα ευτύχησε να έχει στους κόλπους της ανθρώπους που θυσίαζαν ολόκληρες περιουσίες για να στηρίξουν τον τόπο. Η προσφορά τους δημιουργούσε ένα παράδειγμα, δεν είχε μόνο υλική υπόσταση, αλλά και ηθική, θύμιζε σε όλους την προσφορά στην πατρίδα, στην κοινωνία και στα κοινά, χωρίς ανταπόδοση, ότι το συλλογικό πρέπει να υπερέχει του ατομικού.
Τέτοια ώρα ευθύνης είναι και η τωρινή. Χουντίνι, ικανοί να βγάλουν χρήματα από το καπέλο, δεν υπάρχουν. Τα 2,25 δισ. ευρώ από την Ευρώπη είναι σημαντικά ωστόσο είναι σαφές ότι δεν φτάνουν. Χρειάζεται να στηρίξει και ο κρατικός προϋπολογισμός, αλλά οι δικές του αντοχές είναι πεπερασμένες.
Κάποιοι θεωρούν ότι θα έπρεπε να ζητήσουμε χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων, και επικαλούνται τα λόγια της ίδιας της προέδρου της Κομισιόν, Ουρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, η οποία παραδέχτηκε ότι οι καταστροφές στην Ελλάδα είναι από τις μεγαλύτερες που έχει δει ποτέ.
Κάτι τέτοιο θα ήταν αυτή την ώρα σφάλμα να το ζητήσουμε. Όχι για λόγους ευρωπαϊκής πολιτικής ή σκεπτόμενοι πως θα αντιδρούσαν οι εταίροι μας, κλπ. Αλλά γιατί στην αμείλικτη πραγματικότητα των αγορών, αν κάναμε κάτι τέτοιο θα στέλναμε το μήνυμα ότι η Ελλάδα κάνει βήματα προς τα πίσω, ότι αρχίζει ίσως να ξανακυλά σε κρίση. Ο,τι έγινε τα τελευταία χρόνια με την αύξηση των επενδύσεων, την αύξηση των εξαγωγών, την μείωση της ανεργίας, την δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης, θα μπορούσε σταδιακά να τεθεί σε κίνδυνο. Είτε μας αρέσει είτε όχι, πρέπει να κρατήσουμε ισορροπίες, να στείλουμε το μήνυμα ότι η Ελλάδα προχωρά μπροστά.
Υπό αυτή την έννοια είναι θετικό ότι οι τράπεζες έκαναν δωρεά 50 εκατ ευρώ, ότι οι εφοπλιστές, τους οποίους είδε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας, Κωστής Χατζηδάκης, δεσμεύτηκαν να κινηθούν προς την ίδια κατεύθυνση, ότι ενδεχομένως θα δούμε κι άλλες ελληνικές επιχειρήσεις. Είναι σημαντικό να λάβουν το μήνυμα και να ακολουθήσουν οι ισχυρότεροι οικονομικά. Είναι η ώρα της ευθύνης για την ελίτ της χώρας, η δοκιμαζόμενη κοινωνία της Θεσσαλίας χρειάζεται περισσότερο παρά ποτέ το δικό τους παράδειγμα, την υπόμνηση της προσφοράς από τον επιχειρηματικό κόσμο, χωρίς να περιμένει αναγνώριση, δημόσιους επαίνους ή τιμές.
Κάποτε οι εθνικοί ευεργέτες, από τον Συγγρό, τον Αβέρωφ και τον Ζάππα, μέχρι τον Ωνάση, τον Λάτση και τον Νιάρχο, άφηναν πίσω τους έργα, υποδομές, δωρεές, υποτροφίες, ιδρύματα, σχολές. Τους μνημονεύουμε και σωστά, κάθε χρόνο στις 30 Σεπτεμβρίου, την ημέρα που έχει καθιερωθεί ως ημέρα μνήμης τους. Ως μια ημέρα δηλαδή αναστοχασμού του έργου και της προσφοράς επιφανών προσωπικοτήτων, που σε κάποια χρονική συγκυρία - συνήθως δυσχερή- αποφάσιζαν να βάλουν πλάτη, επ’ ωφελεία του γενικότερου καλού.
Σε τέτοιες πρωτόγνωρες καταστάσεις, μια χώρα πρέπει να προχωρά μπροστά με όλες της τις δυνάμεις, και φυσικά με την συμβολή της επιφανούς ελίτ. Οι μέχρι τώρα αντιδράσεις δημιουργούν ένα κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας. Το θέμα όμως είναι αυτές οι πρωτοβουλίες να συνεχιστούν στο χρόνο. Η ευεργεσία δεν είναι μια πράξη απομονωμένη στο χρόνο. Πρέπει να έχει διάρκεια και προοπτική. Το χρειαζόμαστε.