Εκ πρώτης όψεως είναι περίεργο να υπάρχει στην Ελλάδα ρωσόφιλη Δεξιά. ( Δεν αναφέρομαι στην άκρα Δεξιά). Και το ακόμα πιο περίεργο είναι πως αυτή η ρωσοφιλία είναι η άλλη όψη του αντιαμερικανισμού ενός τμήματος της Δεξιάς.
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο οι νικητές, που εκπροσωπούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού λαού, δεν αναγνώριζαν απλώς τη συμβολή των ΗΠΑ στη νίκη τους επί των κομμουνιστών, αλλά η ύπαρξη του από βορρά κινδύνου καθιστούσε αναγκαία την παρουσία τους στην Ελλάδα. Παράλληλα, όλα τα κόμματα, πλην της ΕΔΑ, ζητούσαν την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ κάτι που πραγματοποιήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1952 επί κυβερνήσεως Πλαστήρα.
Πού «στράβωσε» αυτή η σχέση;
Η αιτία ήταν το Κυπριακό. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο δύο φορές οι κυβερνήσεις του Κέντρου απέπεμψαν την ελληνοκυπριακή αντιπροσωπεία όταν τους ζήτησε να προωθήσουν το αίτημα της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Αυτό που αρνήθηκαν οι κυβερνήσεις του Κέντρου ανέλαβε να το υλοποιήσει ο Ελληνικός Συναγερμός του Αλ. Παπάγου.
Έκτοτε το ζήτημα της Ένωσης ήταν η σημαία κυρίως της βάσης της Δεξιάς παράταξης. Και ο αρνητικός τρόπος που αντιμετώπισαν αυτό το αίτημα Βρετανοί και Αμερικάνοι πλήγωσε τη σχέση της Δεξιάς με τον λεγόμενο συμμαχικό παράγοντα.
Ήταν ένα βαθύ τραύμα το οποίο όχι μόνον δεν επουλώθηκε, αλλά επιδεινώθηκε με τον Αττίλα 2 και την κυνική αντιμετώπιση του από τον Χ. Κίσινγκερ. Η αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ από την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, αποτέλεσε την κορύφωση της κρίσης που υπήρχε στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Στο πλαίσιο αυτό ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δε δέχτηκε η Ελλάδα να συμμετάσχει στο μποϋκοτάζ των Ολυμπιακών αγώνων της Μόσχας το 1980, ενώ επί των ημερών του η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, χωρίς να χάσει τον γενικότερο δυτικόφιλο προσανατολισμό της, είχε έντονα τα χαρακτηριστικά ενός γκωλισμού.
Κάπως έτσι αποσταθεροποιήθηκαν οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη βάση της Δεξιάς.
Και ως γνωστόν, όταν υφέρπει ο αντιαμερικανισμός, ελλοχεύει η ρωσοφιλία, η οποία έτσι απέκτησε και ένα δεύτερο όχημα την Ελλάδα, εκτός από την Αριστερά. Ένα κομμάτι της Δεξιάς.
Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 2000 αυτό το κομμάτι της Δεξιάς έπλεξε μύθους για να συντηρήσει αυτόν τον φιλορωσισμό του. Μύθους που ποτέ δεν επαληθεύθηκαν και γι΄αυτό παρέμειναν μύθοι. Επινοήθηκαν συνωμοσίες, σχέδια δολοφονίας, σενάρια αποσταθεροποίησης για να δικαιολογηθεί αυτός ο φιλορωσισμός.
Συγχρόνως αυτό το κομμάτι της Δεξιάς με την έλευση των μνημονίων αμφισβήτησε το μοντέλο διακυβέρνησης της χώρας, διολισθαίνοντας σε ατραπούς που συναντήθηκαν λίγο αργότερα με τον τραμπισμό. Εκεί έγινε το τέλειο πάντρεμα του τρόπου άσκησης της εξουσίας με μια στοχευμένη ρωσοφιλία στο πρόσωπο του Πούτιν.
Αυτές οι περίεργες διαδρομές αποκαλύφθηκαν αυτές τις ημέρες με την εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία. Ένα μέρος της Δεξιάς, συγκεκαλυμένα ή απροκάλυπτα, τάχθηκε υπέρ των εισβολέων. Διακριτικά ή χωρίς προσχήματα, αναμασά τη ρωσική προπαγάνδα, συντασσόμενο με την Αριστερά της οποίας υπήρξε για τέσσερα χρόνια και παραπάνω συνιστώσα.
Θα μου πείτε δημοκρατία έχουμε, ο καθένας πρεσβεύει ό,τι θέλει. Σωστό, κι εμείς ασκούμε την κριτική μας σε αυτό που πρεσβεύει.