Οι δημοσκοπήσεις που ακολούθησαν τις εκλογικές αναμετρήσεις της προηγούμενης χρονιάς δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της νέας πραγματικότητας. Η κινητικότητα του πολιτικού συστήματος έχει πλέον μεταφερθεί στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας.
Όσο κι αν προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο οι κεντροαριστεροί μονομάχοι, τα ευρήματα των μετρήσεων μπορεί να μας δείχνουν ότι η μάχη για τη δεύτερη θέση θα είναι σκληρή και αμφίρροπη ως το τέλος αλλά μέχρι εκεί. Η απειλή για το κυβερνών κόμμα δεν φαίνεται, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, να προέρχεται από τη δική τους πλευρά.
Αντίθετα, για τον ακροδεξιό λαϊκισμό και τους εκφραστές των διαφόρων εκδοχών του φαίνεται πολύ πιο εύκολο να απορροφήσουν τους κραδασμούς που προκαλούν στην κυβέρνηση οι συνέπειες της πολιτικής της αλλά και των δυσλειτουργιών που παρατηρούνται ολοένα και πιο συχνά στο χρονικό διάστημα που ακολούθησε τις εκλογές. Η οργή, η αγανάκτηση αλλά και η απογοήτευση των πολιτών γίνονται βούτυρο στο ψωμί των ακραίων, δήθεν αντισυστημικών μορφωμάτων που καιροφυλακτούν για να επωφεληθούν από τα λάθη, τις αδυναμίες και τα κενά της κυβέρνησης και του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος γενικότερα.
Η Ακροδεξιά δεν κάνει αισθητή την παρουσία της στην κοινωνία - και στο πολιτικό σκηνικό - παρά μόνο όταν δημιουργούνται συνθήκες που την ευνοούν. Η «Χρυσή Αυγή» για παράδειγμα επί πολλά χρόνια περιοριζόταν σε ποσοστά μικρότερα της μονάδας μέχρις ότου η οικονομική κρίση και η φτωχοποίηση ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας άνοιξε διάπλατα το δρόμο της κοινοβουλευτικής της νομιμοποίησης και της εγκληματικής της δράσης. Η καταδικαστική απόφαση και η φυλάκιση των νεοναζί πρωταγωνιστών της δεν στάθηκε ικανή να τους σταματήσει να συνεχίσουν να δηλητηριάζουν την κοινωνία
Το γεγονός ότι οι «Σπαρτιάτες» ήταν θυγατρική εταιρεία του αρχιχρυσαυγίτη έγκλειστου στη φυλακή ήταν γνωστό από την πρώτη στιγμή και από τον τρόπο που εμφανίστηκαν στο πολιτικό στερέωμα. Άλλωστε, οι έξαλλοι πανηγυρισμοί του Κασιδιάρη στο κελί του μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων ήταν ενδεικτική της σχέσης του με το κόμμα αυτό, για την οποία αποφάνθηκε και η πρόσφατη δικαστική απόφαση.
Ωστόσο, το στοίχημα της συντριβής της νεοναζιστικής «ιδεολογίας» θα κερδηθεί οριστικά μόνον μέσα στην κοινωνία. Στην κατεύθυνση αυτή, τόσο η εκλογική αποκαθήλωση του Κασιδιάρη στις δημοτικές εκλογές της Αθήνας όσο και η ραγδαία απαξίωση των «Σπαρτιατών» στη Βουλή, έπαιξαν σημαντικό ρόλο.
Η πιο ανησυχητική εξέλιξη, όπως προκύπτει από τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, είναι η σταθερή αύξηση των ποσοστών της «Ελληνικής λύσης» ως του κόμματος-εκφραστή του πιο ακραίου και χυδαίου λαϊκισμού. Ο πρόεδρός της δεν διστάζει να πλασάρει από το βήμα της Βουλής, πέρα από τα προϊόντα που διακινεί και εμπορεύεται, και όλες τις θεωρίες συνωμοσίας, τις συκοφαντίες και τα διάφορα fake news του διαδικτύου.
Και θα συνεχίσει με την ίδια κι ακόμα μεγαλύτερη θρασύτητα όσο ο δημόσιος διχαστικός λόγος, οι πολωτικές αντεγκλήσεις και οι αδιέξοδες αντιπαραθέσεις θα συνεχίζουν να φουσκώνουν τα δημοσκοπικά του ποσοστά και τις πολιτικές του φαντασιώσεις.
Οι δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν τον κίνδυνο που εγκυμονεί η αύξηση της δύναμης των κομμάτων που αντιπροσωπεύουν τις ακροδεξιές θέσεις, τον θρησκευτικό σκοταδισμό και τον χυδαίο λαϊκισμό. Κι αυτό αφορά τόσο στην κυβέρνηση όσο και στα κόμματα της αντιπολίτευσης. Στο κρίσιμο αυτό για την πορεία της χώρας ζήτημα δεν χωράει και κανένας μικροπολιτικός υπολογισμός ή άλλη πολιτική σκοπιμότητα.
Ειδικά το κυβερνητικό κόμμα και ο Πρωθυπουργός οφείλουν να αποκλείσουν δημόσια κάθε περίπτωση συγκυβέρνησης με τους λαϊκιστές, κάθε σκέψη οποιουδήποτε φιλοδοξεί να γίνει ένας σύγχρονος Καμμένος. Από την άποψη αυτή θα πρέπει να αποκλειστεί και κάθε περίπτωση συνεργασίας με τους λαϊκιστές ακόμα και σε επίπεδο κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Η υπεράσπιση της δημοκρατικής ομαλότητας και σταθερότητας αποτελεί για όλους την απόλυτη προτεραιότητα.
* Ο Γιάννης Μεϊμάρογλου είναι εκδότης του ηλεκτρονικού περιοδικού metarithmisi.gr