Του Κώστα Μποτόπουλου
Τρία ήταν τα βασικά ζητήματα στα οποία επικεντρώθηκε η συζήτηση κατά την πρώτη συνεδρίαση της Βουλής για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Και τα τρία άφησαν δυσοίωνα μηνύματα, όχι μόνο για την ίδια την αναθεωρητική διαδικασία αλλά και για την ποιότητα της δημοκρατικής αντιπαράθεσης.
Το πρώτο έχει να κάνει με την επιμονή της κυβέρνησης να «δεσμεύσει» με την αναθεωρητική της πρόταση, αυτή που θα βγει από την παρούσα Βουλή, τη μετά τις εκλογές Βουλή «και ως προς το περιεχόμενο των αναθεωρητέων άρθρων» (πρόταση προέδρου και βουλευτών ΣΥΡΙΖΑ που υποστηρίχθηκε εκ νέου από τον πρωθυπουργό).
Η σκέψη αυτή, αναμιγνύοντας παθογένειες αντάξιες του κυβερνώντος κόμματος, είναι και νομικά εσφαλμένη και παραπλανητική και διχαστική. Νομικά εσφαλμένη, γιατί η απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, της οποίας έγινε επίκληση προς υποστήριξη αυτής της θέσης, δεν είπε αυτό, αλλά το αυτονόητο: αν η πρώτη Βουλή προσδιορίσει «μόνον αριθμητικά χωρίς οποιονδήποτε λεκτικό περιορισμό τις προς αναθεώρηση συνταγματικές διατάξεις», η δεύτερη Βουλή δεν δεσμεύεται ως προς το περιεχόμενό τους (ΑΕΔ 11/2003, παρεμπίπτουσα σκέψη).
Το αντίστροφο δεν συνάγεται άμεσα και πάντως δεν παραλλάσσει τον συνταγματικό κανόνα, που απαιτεί ψήφιση από 150 και από 180 βουλευτές είτε στη μία είτε στην άλλη Βουλή, με τη δεύτερη να είναι αυτή που διαμορφώνει το περιεχόμενο της αναθεωρητέας διάταξης.
Το -συνειδητό- νομικό σφάλμα σκοπό έχει να μεταφέρει τη συζήτηση στο πεδίο του τακτικισμού και των εντυπώσεων, παγίδα την οποία η αντιπολίτευση, δυστυχώς, δεν απέφυγε πλήρως. Και που πάντως έχει μια απλή λύση: καμία διάταξη με 180 ψήφους στην παρούσα Βουλή.
Το δεύτερο στοιχείο ήταν η ασφαλώς όχι τυχαία «σύμπτωση» της άσκησης κατ' ουσίαν πολιτικής δίωξης κατά του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, την ίδια μέρα που εκκινούσε η αναθεωρητική διαδικασία. Μια διαδικασία που απαιτεί σύμπηξη ευρύτερων συναινέσεων λόγω των πλειοψηφιών που απαιτούνται για την αναθεώρηση εγγράφεται έτσι εξαρχής στον αστερισμό όχι της πόλωσης, όπως καμιά φορά λέγεται, αλλά του απροκάλυπτα πολεμικού τόνου εκ μέρους της κυβέρνησης.
Γιατί είναι άλλο οι προσφιλείς στα κομμουνιστογενή στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ «πολιτικοί αγώνες που δεν έχουν κριθεί» (και που κατάλληλο πεδίο να διεξαχθούν θα ήταν, δήθεν, η αναθεώρηση του Συντάγματος) και άλλο η προσπάθεια σπίλωσης του πιο εμβληματικού εκπροσώπου της πολιτικής νηφαλιότητας στη μεταπολιτευτική Ελλάδα.
Το τρίτο στοιχείο, που θα έχει δυνάμει καθοριστική επιρροή σε μία αυστηρή διαδικασία, είναι η επιμονή της κυβέρνησης σε μια εξαιρετικά βραχεία περίοδο εξέτασης και πρότασης των προς αναθεώρηση διατάξεων από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή. Στο ήδη πολιτικά φορτισμένο κλίμα και στην ήδη, επίσης διόλου τυχαία, επιλογή κίνησης της αναθεωρητικής διαδικασίας στην τελική ευθεία των εκλογών, προστίθεται η ασφυκτική και αυθαίρετη προθεσμία περάτωσης του έργου της επιτροπής ως τις αρχές Ιανουαρίου.
Τα πώς με τέτοιες συνθήκες θα συζητηθούν σε βάθος οι πολλές διατάξεις που θα ανοίξουν και θα βρεθούν οι κατάλληλες συναινέσεις, εν όψει μάλιστα της πρόθεσης της πλειοψηφίας να χαράξει και την «κατεύθυνση» των αναθεωρητέων διατάξεων, αυτό μόνο η κυβέρνηση το γνωρίζει - ή το παρακάμπτει.
Αν η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, μάλλον φαίνονται να δικαιώνονται όσοι, όχι μόνο προέβλεπαν αλλά και ήλπιζαν σε αποτυχία ενός έτσι στημένου αναθεωρητικού διαβήματος.