Μια εφ΄όλης της ύλης συνέντευξη παραχώρησε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου στην ΕΡΤ και στον δημοσιογράφο Απόστολο Μαγγηριάδη, λίγες ώρες πριν από τη δεξίωση στο Προεδρικό Μέγαρο για την 50ή επέτειο αποκατάστασης της Δημοκρατίας.
Στον κήπο της Προεδρίας και με φόντο το Προεδρικό Μέγαρο η κυρία Σακελλαροπούλου αναφέρθηκε στη σύγχρονη Ελληνική Δημοκρατία και στα επιτεύγματα της Μεταπολίτευσης, αλλά και στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει μέσα στο διεθνές γίγνεσθαι. Αναφερόμενη στο μεγαλύτερο επίτευγμα της Μεταπολίτευσης, έκανε λόγο για την «εμπέδωση μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας» ενώ, στον αντίποδα, χαρακτήρισε το ζήτημα της Κύπρου και τη δημοσιονομική κρίση ως τις μεγαλύτερες αποτυχίες αυτής της περιόδου.
Mίλησε, επίσης, για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων με τις μεγαλύτερες δυνατές συναινέσεις, απάντησε στην κριτική που δέχθηκε για την συμμετοχή της σε δείπνο που ακολούθησε την ψήφιση του Νόμου για την ισότητα στον γάμο, καθώς και στο ερώτημα αν θα επιθυμούσε μια δεύτερη θητεία στην Προεδρία της Δημοκρατίας και περιέγραψε το προσωπικό της αποτύπωμα στον ανώτατο Πολιτειακό Θεσμό.
Παράλληλα, αναφέρθηκε και σε μια σειρά θεμάτων όπως το Κυπριακό, η Δικαιοσύνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η κλιματική κρίση, το μεταναστευτικό και κατέληξε στέλνοντας ένα μήνυμα αισιοδοξίας για το μέλλον της χώρας μας, με αφορμή και την συμπλήρωση 50 χρόνων από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
Ειδικότερα, η πρόεδρος τόνισε ότι μια φιλελεύθερη και δημοκρατική χώρα, με την ιστορία της Ελλάδας οφείλει να έχει υψηλούς στόχους και σημείωσε ότι παρά τις δυσκολίες που περάσαμε τόσο με τη δημοσιονομική κρίση, όσο και με την πανδημία, οι θεσμοί μας κατάφεραν να αντέξουν και να αποτελεί η χώρα μας πυλώνα σταθερότητας, σε μια ευαίσθητη περιοχή.
Όπως είπε «οι θεσμοί άντεξαν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι όλα δεκτικά βελτιώσεων, με συνεχείς προσπάθειες, γιατί το γοητευτικό στοιχείο της δημοκρατίας είναι ότι είναι μια συνεχής διεκδίκηση. Πρέπει συνεχώς να αγωνιζόμαστε για να κατακτήσουμε τα επόμενα».
Αναφερόμενη στο μεγαλύτερο επίτευγμα της Μεταπολίτευσης, έκανε λόγο για την «εμπέδωση μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας, την ομαλότητα που ζήσαμε με τη διεξαγωγή αδιάβλητων εκλογών όλα αυτά τα χρόνια και την ομαλή εναλλαγή στην εξουσία, την επίλυση του Πολιτειακού, την νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος και την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και βέβαια την είσοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνέχεια στη Νομισματική Ένωση» και πρόσθεσε ότι «υπήρξαν οπωσδήποτε και επιμέρους πολλές μεταρρυθμίσεις, κυρίως στο Σύνταγμα του '75 πάνω στο οποίο στηρίχθηκαν πολύ σημαντικές και νομοθετικές παρεμβάσεις».
Στον αντίποδα χαρακτήρισε το ζήτημα της Κύπρου και την δημοσιονομική κρίση ως τις μεγαλύτερες αποτυχίες αυτής της περιόδου και τόνισε ότι «Όσο το Κυπριακό είναι ανοιχτό, ο Ελληνισμός δεν θα μπορεί να αισθανθεί ποτέ ήρεμος», επισημαίνοντας παράλληλα την ανάγκη για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση, πάνω στις αποφάσεις του Συμβουλίου των Ηνωμένων Εθνών και του ενωσιακού κεκτημένου. Όπως σημείωσε «Η Κύπρος είναι μέλος της ΕΕ και δεν νοείται μια χώρα μέλος της ΕΕ να είναι διχοτομημένη».
Περιγράφοντας τις προκλήσεις, που καλείται να αντιμετωπίσει η χώρα μας, έκανε ειδική αναφορά στην κλιματική κρίση, υποστηρίζοντας ότι χρειάζεται διακρατική και διεθνή συνεργασία και στάθηκε ιδιαίτερα στο δημογραφικό, το οποίο χαρακτήρισε τεράστιο θέμα για την Ελλάδα και το μέλλον της χώρας μας, αναφέρθηκε στις αναγκαίες αλλαγές για τον εκσυγχρονισμό της Δικαιοσύνης, ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί στο μεταναστευτικό, στην ανθρωπιστική κρίση και στην ανασφάλεια που έχει δημιουργήσει τόσο ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, όσο και η κρίση στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, έστειλε μήνυμα αισιοδοξίας για το μέλλον τονίζοντας ότι θα προχωρήσουμε δυναμικά και παρατήρησε ότι «ο άνθρωπος πάντα πρέπει να βλέπει το μέλλον με αισιοδοξία, να μην παραιτείται και να μην εγκαταλείπει ποτέ».
Κληθείσα να περιγράψει το προσωπικό της αποτύπωμα στην Προεδρία της Δημοκρατίας, αφού ξεκαθάρισε ότι δεν προέρχεται από τον χώρο της Πολιτικής, υπογράμμισε ότι υπηρέτησε την Δικαιοσύνη από τη θέση του δικαστή σχεδόν 40 χρόνια και έτσι κλήθηκε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του νέου της θεσμικού ρόλου, σημειώνοντας ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει περιορισμένες αρμοδιότητες αλλά υψηλή συμβολική σημασία και καλείται να εκφράσει την ενότητα και την σταθερότητα.
Ταυτόχρονα, υποστήριξε ότι «οι θεσμοί εξελίσσονται και παράλληλα με την κοινωνία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του '75 δεν είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του σήμερα, όπως δεν είναι και η κοινωνία η ίδια πια». Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε ότι «Αυτό που κυρίως επεδίωξα και με ενδιέφερε να κάνω είναι αφενός να μείνω πιστή στις αρμοδιότητές μου και στις υποχρεώσεις μου, όπως διαγράφονται από το Σύνταγμα και τους νόμους, και στην παράδοση αν θέλετε του θεσμικού ρόλου. Ήθελα όμως αυτό το άνοιγμα στην κοινωνία. Να έρθει πιο κοντά ο θεσμός προς τον πολίτη ή ο πολίτης στον θεσμό, και αυτό επεδίωξα». Δήλωσε, ακόμη, ότι «Θέλησα φυσικά και προσπάθησα και θα προσπαθήσω ως το τέλος της θητείας μου να ταξιδέψω σε όλη την Ελλάδα και, είτε με τις ομιλίες μου είτε με εκδηλώσεις, να δώσω αυτό το στίγμα. Να ακουστούν, όπως έχω πει, να δώσουμε φωνή σε όσους δεν έχουν, να φωτίσουμε λίγο πλευρές και πτυχές της κοινωνίας, του κοινωνικού συνόλου, τους ευάλωτους και άλλες ομάδες, που δεν ήταν πάντα μπροστά».
Απαντώντας στην κριτική που δέχθηκε για τη συμμετοχή της σε δείπνο που ακολούθησε την ψήφιση του Νόμου για την ισότητα στον γάμο υποστήριξε ότι «Στα 4 χρόνια που είμαι Πρόεδρος, δεν τοποθετήθηκα ποτέ, για καμία μεταρρύθμιση, όσο ήταν ακόμη Νομοσχέδιο, πριν δηλαδή ψηφιστεί από τη Βουλή. Ποτέ, γιατί είμαι πάρα πολύ προσεκτική στο θέμα αυτό. Το ίδιο έγινε και τώρα. Είναι τελείως διαφορετικό πράγμα το πριν και το μετά. Κάθε νομοθετική ρύθμιση, ιδίως αυτές που αφορούν ατομικά δικαιώματα, πολλές φορές προκαλούν εντάσεις στην κοινωνία. Όχι μόνο στο Κοινοβούλιο, αλλά στην κοινωνία.
»Αυτό όμως είναι η δημοκρατία, αυτή είναι η ουσία της δημοκρατίας, γίνονται κάποιες επιλογές από αυτόν που έχει την ευθύνη και την πρωτοβουλία, γίνεται η συζήτηση, η ανταλλαγή επιχειρημάτων στο Κοινοβούλιο και στη συνέχεια ψηφίζεται ή όχι ένας Νόμος. Θεωρώ ότι είναι παράλογο μετά την ψήφιση του Νόμου, ενός Νόμου μάλιστα που αφορά ένα θέμα που στις περισσότερες φιλελεύθερες δημοκρατίες έχει επίσης υιοθετηθεί, να συζητούμε ότι κάποιος κακώς παίρνει τη θέση της μιας ή της άλλης πλευράς και ότι πλήττει τα αισθήματα αυτού που έχει την άλλη άποψη.
»Από κει και πέρα, τα περιστατικά εκείνης της βραδιάς δεν έχουν και τόση σημασία, θέλω όμως να πω ότι υπήρξα 40 χρόνια δικαστής και πάντα εκδηλώθηκα, αγωνίστηκα, στο μέτρο που αφορούσε υποθέσεις τις οποίες επεξεργάστηκα, για τα ατομικά δικαιώματα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα για τα οποία η βασική αρχή, είναι η καθολικότητα. Η καθολικότητα της απόλαυσης των δικαιωμάτων είναι η κεντρική αρχή για τα δικαιώματα σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία. Διχαστικό είναι να χωρίζει κανείς τα δικαιώματα σε πλειοψηφίες και μειοψηφίες, όχι να υπερασπίζεται την καθολική απόλαυση. Εδώ κάποιοι συμπολίτες μας διεκδίκησαν και πέτυχαν να απολαύσουν δικαιώματα που εμείς ήδη έχουμε. Δεν αφαίρεσαν κάτι από κανέναν άλλο. Αλλά σέβομαι τις απόψεις όλων».
Στο ενδεχόμενο μιας δεύτερης θητείας στην Προεδρία της Δημοκρατίας απάντησε ότι «Εγώ αυτό που επιθυμώ είναι μέχρι την τελευταία μέρα, τον Μάρτιο του '25, να κάνω το καθήκον μου, αυτό που περιγράφεται και αυτό που έχω σχεδιάσει εγώ προσπαθώντας να ανταποκριθώ. Προσπαθώ, λοιπόν, να ανταποκριθώ με τον καλύτερο τρόπο. Όπως δεν με είχε απασχολήσει η πρώτη θητεία - έτσι κι αλλιώς πρόκειται για αποφάσεις άλλων θεσμικών οργάνων με τα δικά τους κριτήρια - επομένως δεν βρίσκω τον λόγο να με απασχολήσει κάτι πέρα από αυτό».
Σε ερώτηση για το αν την απασχολεί το ζήτημα της δικής της, προσωπικής υστεροφημίας, υποστήριξε ότι «Οποιοσδήποτε κατέχει μια δημόσια θέση πρέπει να τον απασχολεί το αποτύπωμα που θα αφήσει, γιατί είμαστε όλοι, στη θέση που ο καθένας καλείται να υπηρετήσει, ταγμένοι στο συλλογικό καλό. Επομένως, αυτό πρέπει να μας απασχολεί και εκεί πρέπει να κατατείνει η προσπάθεια του καθενός. Να κάνει τη δουλειά του όσο καλύτερα μπορεί, να επιτελεί το καθήκον του με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο για να μείνει κάτι, αυτό που τελικά θα εκτιμήσει η κοινωνία και θα αποτυπώσει η ιστορία».