Του Γιάννη Σιδέρη
Απορία ψάλτου βηξ, και του ΣΥΡΙΖΑ η αντεστραμμένη πραγματικότητα. Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος σε άσχετη συζήτηση στη Βουλή (πολυνομοσχέδιο υπουργείου Υγείας), κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι επιλέγει να επανακτήσει την πρόσβαση στα ακροδεξιά ακροατήρια, και να τορπιλίσει το πολιτικό κλίμα δημιουργώντας ένα τοξικό πολιτικό περιβάλλον.
Ενδεχομένως και να το επιθυμεί αυτό η κυβέρνηση και να το προσπαθεί. Από που συνάγεται όμως; Κατά τον ΣΥΡΙΖΑ, από το «όργιο καταστολής και αυθαιρεσίας από την πλευρά της ελληνικής αστυνομίας, όχι μόνο στα γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου, αλλά και από όσα είδαν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο Σαββατοκύριακο» (εικόνες βίας απ' αφορμή τα λιγοστά επεισόδια στην επέτειο Γρηγορόπουλου» - και το καταγγέλλει παραγνωρίζοντας ότι φέτος στις περιπτώσεις αυτές είχαμε τα λιγότερα επεισόδια από ποτέ).
Οι συλλογικοί κοινωνικοί μύθοι δύσκολα αποδομούνται. Η Δεξιά ενίοτε φλερτάρει με τη δημιουργία αστυνομικού κράτους, και πάντα είναι υπέρ της επιβολής του δόγματος «Νόμος και τάξη», (και όντως ιστορικά είναι). Η Αριστερά, πάντα ειρηνική και αθώα, οραματίζεται μια κοινωνία που θα είναι όαση ελευθερίας και καλοπροαίρετης συναδέλφωσης. Γι' αυτό και τάσσεται οργισμένα και ορκισμένα κατά των δυνάμεων καταστολής (τα ΜΑΤ π.χ. που θα καταργούσε ο Τσίπρας).
Το γεγονός ότι όπου επικράτησε η Αριστερά - από την Αλβανία του Χότζα ως τη Ρωσία του Μπρέζνιεφ (ας μην αναφέρουμε τον Στάλιν), από τη Ρουμανία του Τσαουσέσκο έως την Κούβα του Φιντέλ ( της οποίας την αστυνομική αγριότητα είδε ιδίοις όμμασι κάποτε ο γράφων στην Αβάνα), από το σκληρό Βιετνάμ ως τη φρίκη της Καμπότζης - τα κομμουνιστικά κράτη ήταν ανελέητα αστυνομικά. Αυτό δεν επηρέασε την κοινωνική μυθολογία, που θέλει πάντα την Αριστερά κοινωνική περιστερά στα νύχια του ιέρακος της Δεξιάς.
Ο συνθέτης Δήμος Μούτσης π.χ. κατήγγειλε ότι ακούγονταν όλη τη νύχτα ουρλιαχτά από το αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς του. Έπεισε εαυτόν ότι προέρχονται από βασανισμούς συλληφθέντων. Η αστυνομία απάντησε ότι προέρχονταν από ψυχικώς πάσχοντα αλλοδαπό. Όποιος θέλει διαλέγει την εκδοχή που του αρέσει. Η δεύτερη δεν φανταζόμαστε ότι θα έχει και πολλούς ακροατές.
Την κοινωνική αυτή μυθολογία αναπαράγουν μετά ζήλου στα κοινωνικά δίκτυα και οι φανατικοί οπαδοί της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι οποίοι συνήλθαν απότομα από την υπερτετραετή νάρκη που ήταν βυθισμένοι, και άρχισαν μαζικά να καταγγέλλουν την αστυνομική σκληρότητα. Και καλά κάνουν φυσικά, έστω και αν παίρνουν αφορμή από μεμονωμένα γεγονότα κάποιων αστυνομικών οι οποίοι υιοθετούν τις συμπεριφορές των μπαχαλάκηδων με τους οποίους επί χρόνια χτυπιούνται.
Αναδύεται πάντως το ερώτημα που βρίσκονταν τόσα χρόνια. Που ήταν τότε που ο Τζανακόπουλος ως κυβερνητικός εκπρόσωπος δικαιολογούσε τις παρεκβάσεις της Αστυνομίας; Για τότε λέμε που τα ΜΑΤ του ΣΥΡΙΖΑ που θα καταργούνταν, έδερναν συνταξιούχους.
Η, ακόμη χειρότερα, για τότε με τη φιέστα των Πρεσπών, που τα ΜΑΤ του ΣΥΡΙΖΑ στο Πισοδέρι Φλώρινας τσάκιζαν πλευροκοπώντας από δυο αντίθετες πλευρές (ακριβώς για να τσακίσουν και όχι να διώξουν), ηλικιωμένους , γυναίκες και παιδιά, και τους έστελναν με ματωμένα ρούχα και ανοιχτά κεφάλια στα νοσοκομεία Φλώρινας και Καστοριάς (ακόμη και με σπασμένο χέρι από τα ΜΑΤ μεταφέρθηκε γυναίκα στο νοσοκομείο).
Και οι ευαίσθητοι στην αστυνομοκρατία οπαδοί τους, επέχαιραν μιλώντας σαρκαστικά και σαδιστικά, για Βουκεφάλες και Μεγαλέξανδρους, ώσπου χάθηκε η εξουσία και ξαναβρήκαν τη χαμένη τους αντιαυταρχικότητα.
Τι έκαναν, και μαζί η ευαίσθητη κυβέρνησή τους όταν, σύμφωνα με τον Συνήγορο του Πολίτη Ανδρέα Ποττάκη, είχαμε 320 επιθέσεις της αστυνομίας και 383 υποθέσεις αστυνομικής βίας, καταγεγραμμένες εν έτει 2018;
Οι κυβερνήσεις επιλέγουν τον επιχειρησιακό προσανατολισμό της Αστυνομίας. Επί κυβέρνησης Τσίπρα ήταν σκληρή σε όλους τους διαδηλωτές, με αύξουσα αγριότητα στους αντιρρησίες των Πρεσπών. Επί της παρούσης κυβέρνησης – προσώρας τουλάχιστον, αργότερα θα δούμε - είναι συντονισμένη με το λαϊκό αίσθημα. Οι παρεμβάσεις της σχετίζονται με τις καταλήψεις των πανεπιστημιακών χώρων και κτιρίων, την κατάλυση του ιδιότυπου «καθεστώτος» των Εξαρχείων, και την εξάλειψη των επεισοδίων δρόμου.
Γι' αυτό και έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στην επιδοκιμασία της πλειοψηφίας του λαού, γεγονός που ο ΣΥΡΙΖΑ λόγω κουλτούρας αδυνατεί να κατανοήσει και το καταγγέλλει υφιστάμενος πολιτικό κόστος.