Κεντροαριστερά: Τα κρίσιμα διλήμματα της επόμενης μέρας
shutterstock
shutterstock

Κεντροαριστερά: Τα κρίσιμα διλήμματα της επόμενης μέρας

Λιγότερο από ένα μήνα πριν τις ευρωεκλογές, το ενδιαφέρον για το αποτέλεσμα της κάλπης εξακολουθεί να εστιάζεται σχεδόν αποκλειστικά στη διαμόρφωση των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών και όχι στο διακύβευμα της λαϊκής ετυμηγορίας του Ιουνίου που αφορά στο μέλλον της Ευρώπης.

Δύο είναι κυρίως οι λόγοι της συμπεριφοράς αυτής. Ο πρώτος είναι ο χαμηλός - ακόμα και μετά από τόσα χρόνια βαθιάς κρίσης - βαθμός συνειδητοποίησης της σημασίας των ευρωπαϊκών συσχετισμών στη χάραξη της πορείας της χώρας. Ο δεύτερος είναι η παγιωμένη, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ασυμμετρία των δυνάμεων του πολιτικού συστήματος εξαιτίας της οποίας οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης θέτουν σε προτεραιότητα την αμφισβήτηση της κυβερνητικής μονοκρατορίας αντί να προτάσσουν τα κρίσιμα ευρωπαϊκά διλήμματα.

Την ώρα που η συνασπισμένη Ακροδεξιά απειλεί να ανατρέψει τον μέχρι σήμερα συσχετισμό των πολιτικών ομάδων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αμφισβητώντας τις διαδικασίες της πορείας της Ευρώπης προς την ενοποίηση, το ενδιαφέρον των κομμάτων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στη χώρα μας είναι στραμμένο στο μεταξύ τους ανταγωνισμό.

Η κατάκτηση της άτυπης πρωτοκαθεδρίας μεταξύ των δυνάμεων που αυτοτοποθετούνται στο χώρο της Κεντροαριστεράς έχει αναδειχθεί σε διακύβευμα των ευρωεκλογών αφού ο νικητής θα δικαιούται θεωρητικά να αναλάβει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες για την ανασυγκρότηση της παράταξης. Η επιδίωξη για ξεκαθάρισμα λογαριασμών στην Κεντροαριστερά μέσω των ευρωεκλογών δεν συνεισφέρει ασφαλώς στον διάλογο για το μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης.

Ταυτόχρονα, η κεντροαριστερή προεκλογική αντιπαράθεση, αναδεικνύει τις διαφορετικές και αντιφατικές αντιλήψεις που υπάρχουν ανάμεσα στις δυνάμεις αυτού του χώρου για την επόμενη μέρα. Η νέα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θέλει την ενότητα της Κεντροαριστεράς να πραγματοποιείται με τη συσπείρωση όλων των ενδιαφερομένων στο δικό της κόμμα, ως τον μοναδικό αυθεντικό εκπρόσωπο αυτού του χώρου. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ μιλάει για την ανάληψη πρωτοβουλιών που θα απευθύνονται στις «υγιείς» κεντροαριστερές δυνάμεις.

Ωστόσο, ο όρος αυτός είναι ιδιαίτερα προβληματικός τόσο ως προς τον προσδιορισμό αυτών των δυνάμεων όσο και - κυρίως - ως προς την αντικειμενική αδυναμία επίτευξης πολιτικών συγκλίσεων μεταξύ των θέσεων της σοσιαλδημοκρατίας και ιδεοληπτικών αγκυλώσεων του παρελθόντος.

Στις απόψεις των δύο κομμάτων της Κεντροαριστεράς ήρθαν πρόσφατα να προστεθούν και οι θέσεις του επανεμφανισθέντα στο πολιτικό προσκήνιο, Αλέξη Τσίπρα. Ο πρώην πρωθυπουργός αφού «ξεμπλέκει» επιγραμματικά με τη θητεία του στο Μαξίμου - «δεν κατάφερα να κάνω όλα αυτά που ονειρεύτηκα» (πρόσφατη ομιλία του στο Eurojam 2024) - δηλώνει έτοιμος για rebranding και ουσιαστικά αυτοπροτείνεται ως ο ηγέτης της Κεντροαριστερής ανασυγκρότησης.

Αλήθεια, τι διαφορετικό μπορεί να προσφέρει αύριο ένας ηγέτης της Αριστεράς που πριν λίγους μόλις μήνες την οδήγησε στη συντριβή και τη διάσπαση, προετοιμάζοντας ταυτόχρονα το κόμμα του για να υποδεχθεί τον διάδοχό του, τον οποίο τώρα κατηγορεί ως εκφραστή του «αντιπολιτικού» lifestyle;

Η εξισορρόπηση του πολιτικού συστήματος στο οποίο σήμερα κυριαρχεί το κυβερνητικό κόμμα εξαρτάται αποκλειστικά από την ικανότητα της αντιπολίτευσης να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της με αξιοπιστία. Ωστόσο, η αξιοπιστία και κατά συνέπεια και η δυναμική της αντιπολίτευσης δεν εξασφαλίζονται με την τεχνητή συγκόλληση πολιτικών δυνάμεων και θέσεων με βάση την «ονομασία προέλευσης» αλλά με την ευρύτερη δυνατή συσπείρωση γύρω από μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας που θα συγκρούεται αποφασιστικά με τις χρόνιες παθογένειες και θα στοχεύει στη δημιουργία ενός νέου αναπτυξιακού παραγωγικού και εξαγωγικού μοντέλου. Χρειάζεται μια αντιπολίτευση που θα προωθεί και θα ενισχύει το μεταρρυθμιστικό και φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας.

Η μάχη των ευρωεκλογών είναι κρίσιμη για έναν ακόμα πολύ σημαντικό λόγο που αποτελεί και το κύριο διακύβευμα της κάλπης της 9ης Ιουνίου. Η διαφαινόμενη άνοδος των δυνάμεων της Ακροδεξιάς και του λαϊκισμού σε πανευρωπαϊκή κλίμακα συνιστά απειλή συνολικά για το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Μια πιθανή αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων της Ευρωβουλής προς όφελος των ευρωσκεπτικιστών μπορεί να αναστείλει ή και να ακυρώσει τις διαδικασίες και τα βήματα προς την ενοποίηση σε μια περίοδο που η Ευρώπη καλείται να αποδείξει ότι μπορεί να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες και στα προβλήματα που συνεχίζουν να προξενούν οι δύο πολεμικές συρράξεις στον γεωπολιτικό της χώρο αλλά και οι μεγάλες σύγχρονες προκλήσεις του μεταναστευτικού και της κλιματικής αλλαγής.

Η άνοδος και η συσπείρωση της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς γύρω από εθνοκεντρικές και αντιευρωπαϊκές θέσεις δεν αφήνουν ανεπηρέαστη τη χώρα μας όπως φαίνεται καθαρά στις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Ο κίνδυνος να διαδραματίσουν τα Ακροδεξιά κόμματα τον ρυθμιστικό ρόλο που διεκδικούν στη διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών ούτε αμελητέος είναι, ούτε και μπορεί να υποτιμηθεί. Αυτός είναι άλλωστε και ο προεκλογικός στόχος που ετέθη εν όψει των ευρωεκλογών στην πρόσφατη συνάντηση της «μαύρης διεθνούς» που έγινε στην Ιταλία με τη συμμετοχή 14 Ακροδεξιών κομμάτων της Ευρώπης. Οι δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου καλούνται με την αταλάντευτη στάση τους να αποκλείσουν κάθε τέτοια προοπτική.

Ο πρωθυπουργός πρέπει να επαναβεβαιώσει τη ρητή του δέσμευση να απορρίψει κάθε πιθανότητα συνεργασίας με τα Ακροδεξιά μορφώματα σε όλα τα επίπεδα - πράγμα που δυστυχώς αρνήθηκε να πράξει το «Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα» στην Ευρωβουλή - ενώ τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης καλούνται να δηλώσουν την ετοιμότητά τους να διασφαλίσουν, αν χρειαστεί, τη σταθερότητα της δημοκρατικής μεταπολιτευτικής διακυβέρνησης της χώρας.

Καμιά πολιτική σκοπιμότητα δεν δικαιολογεί υποχωρήσεις σε κάθε μορφής και προέλευσης πιέσεις και εκλογικές λογικές σε θέματα που θίγουν τον αξιακό πυρήνα της δημοκρατίας. Άλλωστε, όπως έχει αποδειχθεί και ιστορικά, η πρακτική των συμβιβασμών στα θέματα αυτά οδηγεί πάντα σε τραγικά αντίθετα αποτελέσματα.