Του Γιάννη Σιδέρη
Το γαρ πολύ της θλίψεως...
Η κυβέρνηση την επαύριο μιας συγκλονιστικής ήττας, αντί να εγκύψει με σοβαρότητα σε μια ενδοσκόπηση, να διερευνήσει τις αιτίες, να εντοπίσει τα λάθη που έγιναν και να περισώσει ό,τι μπορεί να περισωθεί ως τις 7 Ιουλίου, επιδόθηκε στην συνήθη αντιθεσμική συμπεριφορά της. Αποτέλεσμα ήταν να βγει για μια ακόμη φορά ηττημένη.
Η προσπάθειά της να ορίσει την ηγεσία της Δικαιοσύνης, ενώ επί της ουσίας ασκεί ρόλο υπηρεσιακής, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από ειδικούς επιστήμονες, της προσπόρισε επικοινωνιακή ήττα από την νομικώς τεκμηριωμένη άρνηση της ΝΔ να ανταποκριθεί (με παράθεση σχετικής αρθρογραφίας μάλιστα), ενώ υπέστη τις καταγγελίες του ΚΙΝΑΛ για αντιθεσμική και αντιδημοκρατική συμπεριφορά, καθώς και τη λοιδορία των ΜΜΕ.
Παράλληλα δημιούργησε υποψίες ότι με την κίνησή του θέλησε να δημιουργήσει ασπίδα προστασίας για την επόμενη ημέρα, όταν θα είναι έκπτωτη της εξουσίας και θα ανοίξουν καυτές υποθέσεις όπως η διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου, ο αφελληνισμός των τραπεζών, η υπόθεση της ΔΕΠΑ, του κ. Πετσίτη κλπ.
Με αυτό τον τρόπο, το μόνο που κατόρθωσε, είναι να στρώσει το κύρος του θεσμού της Δικαιοσύνης και την αξιοπιστία των προτεινόμενων προσώπων –παρότι σοβαροί άνθρωποι από το χώρο της δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα θα διανοούνταν (ή θα τολμούσαν) να μπλοκάρουν μια υπόθεση, εφόσον υπήρχαν ενδείξεις συντελεσθείσας παρανομίας.
Η άλλη ερμηνεία για την κυβερνητική ενέργεια, την αποδίδει στην πρόθεση των κυβερνώντων να κάνουν επίδειξη δύναμης. Μια τρίτη, στη διαρκή παρεμβατική δράση του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος δεν έχει περί πολλού του θεσμούς της «αστικής δημοκρατίας».
Και μόνο το γεγονός ότι το θέμα των αλλαγών στη Δικαιοσύνη συζητήθηκε και επικυρώθηκε στην Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ - που είναι καθαρά κομματικό όργανο και δεν του πέφτει κανένας λόγος - καταδεικνύει την αντιθεσμική νοοτροπία με την οποία κυβέρνησε τη χώρα, προσπαθώντας να αποστεώσει τους θεσμούς για να διαιωνίσει την κυριαρχία της.
Δεν ήταν η πρώτη φορά άλλωστε, αλλά μάλλον είναι η τελευταία.
Γράφουν οι Levitsky και Ziblatt στο βιβλίο τους «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες», στο οποίο αναλύουν το φαινόμενο της σταδιακής κατάλυσης της δημοκρατίας, όχι με τη βία αλλά μέσω της δημοκρατικής εκλογής: « Η υπονόμευση και τελικά η κατάλυση της δημοκρατίας από αρχικώς δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες πραγματοποιείται μέσα από τον έλεγχο και τη χειραγώγηση αυτών καθαυτών των δημοκρατικών θεσμών, της Δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων αρχών, την εξασφάλιση της υποστήριξης ή της ανοχής μέσων ενημέρωσης, της υιοθέτησης νέων κανόνων πολιτικής συμπεριφοράς, ώστε οι κυβερνώντες να βρεθούν σταδιακά σε προνομιακή θέση έναντι των αντιπάλων τους».
Ολες τις ανωτέρω αναφερόμενες συμπεριφορές τις είδαμε κατά την θητεία της παρούσης κυβέρνησης. Είδαμε π.χ .: Τις παρεμβάσεις στην Δικαιοσύνη (με την, ενός ολίγου αλήστου μνήμης, νυν πρωθυπουργική σύμβουλο κα Θάνου). Την επίθεση στις ανεξάρτητες αρχές (χαρακτηριστική ήταν η επίθεση βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ στο ΕΣΡ κατά την συζήτηση της εξεταστικής για την Υγεία, επειδή αυτό αρνείτο να παίξει τον ρόλο αρχισυντάκτη των τηλεοπτικών σταθμών και να τους επιβάλει να παίζουν τα θέματα της εξεταστικής!). Είδαμε τον νόμο για τις τηλεοπτικές άδειες να κρίνεται αντισυνταγματικός. Οσο για τη υιοθέτηση νέων κανόνων πολιτικής συμπεριφοράς, αυτοί εδοξάσθησαν με πρωθιερέα τον κ. Πολάκη και την συνακόλουθη κάλυψή του από τον Πρωθυπουργό.
Η νοοτροπία της καθυπόταξης των πάντων στην κυβερνητική θέληση είχε ηθική «νομιμοποίηση» από τον «υπερβατικό» ρόλο που αναγνώριζαν στον εαυτό τους. «Δεν έχουμε τη σύγκρουση απλώς δύο πολιτικών δυνάμεων, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, αλλά τη σύγκρουση δύο κόσμων», είχε πει ο Πρωθυπουργός στη Βουλή κατά την συζήτηση για τις αλλαγές του συντάγματος. Παραδόξως στην πασοκοποίηση που επιχειρεί για το κόμμα του, δεν χρησιμοποίησε την «κουτσογιώργεια» έκφραση περί σύγκρουσης του φωτός με το σκότος.
Επί πλέον η συγκεκριμένη πρωτοβουλία ήταν ένα ακόμη επικοινωνιακό λάθος, καθώς εμπέδωσε την πεποίθηση ότι αποχωρούν, παρότι η Πολιτική Γραμματεία αποφάνθηκε ότι η νίκη είναι δυνατή. Τροφοδότησε δε και την σκωπτική διάθεση των αντιπάλων, οι οποίοι «διερωτούντο», αφού θα νικήσουν γιατί βιάζονται να το διευθετήσουν τώρα και δεν περιμένουν μετά τις 7 Ιουλίου;
Ελα ντε!