Το κύμα

Το κύμα

Παραμονή της μέρας πανελλήνιου πένθους και διαμαρτυρίας για την απώλεια 57 συνανθρώπων μας σε σύγκρουση δύο τρένων, πριν από δύο χρόνια, δημιουργείται η αίσθηση ότι το πολιτικό κλίμα μυρίζει μπαρούτι. Οι εκδηλώσεις οργής και αγανάκτησης και οι μαζικές συγκεντρώσεις θυμίζουν έντονα το κύμα των «αγανακτισμένων» της πρώτης πενταετίας των μνημονίων. Το ερώτημα είναι αν, όπως και τότε, το κύμα αυτό μπορεί να μετουσιωθεί σε πολιτική δυναμική και προς ποια κατεύθυνση. Η εύκολη απάντηση είναι ναι, αλλά οι όροι του πολιτικού παιχνιδιού ανάμεσα στο σήμερα και το τότε παρουσιάζουν κρίσιμες διαφορές.

Ας αρχίσουμε με τις ομοιότητες. Και στις δύο περιπτώσεις, την ευθύνη της διακυβέρνησης είχαν λεγόμενα συστημικά κόμματα με κεντρώο πρόσημο. Το 2010-12 τη φθορά εισέπραξε το κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ. Σήμερα, πλήττονται τα ποσοστά της κεντροδεξιάς Νέας Δημοκρατίας – στις δημοσκοπήσεις.

Και στις δύο περιπτώσεις, οι απώλειες για τα κυβερνώντα κόμματα μεταφράστηκαν σε κέρδη για τα άκρα του πολιτικού φάσματος. Το 2012-15, κύριος κερδισμένος υπήρξε ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα - αλλά και η λαϊκή Δεξιά του Πάνου Καμμένου σκοράρισε ένα βραχύβιο 10%, ενώ η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή βγήκε από την αφάνεια με ένα 7%, το οποίο διατήρησε για τρεις επιπλέον εκλογικές αναμετρήσεις. Σήμερα, κύριος κερδισμένος είναι ο χώρος δεξιότερα της ΝΔ. Όμως, ο χώρος αυτός είναι κατακερματισμένος σε τρία κοινοβουλευτικά κόμματα και ένα ευρωκοινοβουλευτικό. Αντίθετα, μέτρια είναι τα κέρδη της Αριστεράς, με κύρια ωφελημένη την Πλεύση της Κωνσταντοπούλου και, κατά δεύτερο, το ΚΚΕ, που περιφρουρεί τα ποσοστά του.

Σε αντίθεση, όμως, με το 2010-15, το θέμα που υποδαυλίζει την οργή και την αγανάκτηση δεν αγγίζει ένα βασικό κίνητρο εκλογικής συμπεριφοράς, την «τσέπη». Τα Τέμπη θέτουν ζητήματα για τη λειτουργία του κράτους, για τις ευθύνες των εκάστοτε κυβερνώντων, για το ηθικό έρμα των πολιτικών.

Επιπλέον, γεννούν ισχυρό συγκινησιακό φορτίο. Με τις πληγές, όμως, του κράτους και την ηθική των πολιτικών μας ταγών, εμείς οι Έλληνες έχουμε μάθει να συμβιώνουμε από συστάσεως του ελληνικού κράτους. Δεν είναι λίγοι, μάλιστα, αυτοί που αντλούν οφέλη από ένα κράτος που λειτουργεί στο περίπου και με λογική εκλογικής σκοπιμότητας. Στο μέτρο, λοιπόν, που δεν ακουμπά προσδοκίες για το ατομικό εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο, ένα συγκινησιακό φορτίο δύσκολα μετουσιώνεται σε ψήφο (διαμαρτυρίας ή καταδίκης).

Τα μνημόνια αποσάθρωσαν το πολιτικό σκηνικό δεκαετιών διότι ανέτρεψαν υλικές προσδοκίες, το «κουμάντο» που έκανε ο μέσος Έλληνας σχετικά με τον μισθό, τη σύνταξη και τα επιδόματα που είχε μάθει να θεωρεί «κεκτημένα». Η κρίση του 2009-10 αποκάλυψε το σαθρό υπόβαθρο μιας επίπλαστης ευημερίας. Μακράν, όμως, από το να αντιληφθεί τη φυσική πορεία των πραγμάτων, η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων εκλογέων χρέωσαν το κακό που μας βρήκε στα προγράμματα διάσωσης της οικονομίας και τιμώρησαν τις κυβερνήσεις που ανέλαβαν να τα διαχειριστούν.

Η σημερινή κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει οικονομική κρίση. Αρκείται λίγο πολύ στη μέτρια ανάπτυξη που φέρνει το τίναγμα του ελατηρίου έπειτα από την υπερδεκαετή ύφεση της οικονομίας. Αποφεύγει δε να προχωρήσει σε δραστικές μεταρρυθμίσεις που θα επιταχύνουν την ανάπτυξη, επειδή ίσως εκτιμά ότι τα οφέλη θα είναι πολύ λιγότερο άμεσα από το πολιτικό κόστος, την αντίδραση δηλαδή όσων, μοιραία, θα ξεβολευτούν.

Υπό αυτό το πρίσμα, σε σύγκριση με την πρώτη μνημονική περίοδο, η πολιτική πίεση που πηγάζει από τα Τέμπη μοιάζει διαχειρίσιμη: Είναι θέμα πρωτίστως ηθικής τάξεως, που δεν αγγίζει το βιοτικό μας επίπεδο. Το δε ρεύμα οργής και αγανάκτησης, στο οποίο οπωσδήποτε συνέβαλαν αδέξιοι κυβερνητικοί χειρισμοί, δεν φουσκώνει τα πανιά κόμματος που «βλέπει» εξουσία, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ του 2012-15. Με μια κατακερματισμένη αντιπολίτευση, η κυβέρνηση αισθάνεται ότι έχει άνεση χειρισμών, πόσο μάλλον που οι εκλογές αναμένονται στα μέσα του 2027.

Βέβαια, ζημιά γίνεται και αφορά την εμπιστοσύνη των πολιτών στις τρεις εξουσίες της συνταγματικής πολιτείας – την κυβέρνηση, το κοινοβούλιο και τη Δικαιοσύνη. Η διάβρωση της εικόνας τους καλλιεργεί πρόσφορο έδαφος για δυνάμεις που επαγγέλλονται λίγο πολύ μαγικές συνταγές για την επίλυση των προβλημάτων τα οποία αορίστως χρεώνουν στο «σύστημα». Σήμερα, το αντισυστημικό χαρτί ευνοεί την άκρα Δεξιά – αφού, άλλωστε η «πρώτη φορά Αριστερά» όχι μόνο δεν έσκισε τα δύο πρώτα μνημόνια αλλά μας φόρτωσε και τρίτο. Τόσο η τάση στο εσωτερικό όσο και ο πολιτικός άνεμος που φυσά απ’ έξω ευνοούν τις δυνάμεις που επαγγέλλονται ρήξεις σε πιο συντηρητική κατεύθυνση.

Τι μένει; Να αναδειχτεί ίσως ένας ή μία εγχώριος/α Τραμπ. Εδώ, όμως, βρίσκεται μια, τουλάχιστον, ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον εισαγόμενο και τον ξένο «τραμπισμό»: Το δίδυμο Τραμπ-Μασκ, όπως και ο Αργεντινός Μίλεϊ ή ο Βρετανός Φάρατζ, επαγγέλλονται – και οι δύο πρώτοι εφαρμόζουν – δραστική μείωση του Κράτους, με στόχο την εξοικονόμηση δαπανών προς όφελος της ιδιωτικής οικονομίας.

Η προοπτική αυτή σίγουρα δεν συμβιβάζεται με την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο, την αύξηση των προσλήψεων και τις αθρόες μονιμοποιήσεις στην Παιδεία, στην Υγεία ή στα ΚΕΠ, αλλά και «τον κρατικό έλεγχο οργανισμών και επιχειρήσεων εθνικής στρατηγικής σημασίας». Αυτά επαγγέλλεται το κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου και, σε κυμαινόμενο βαθμό, προσυπογράφουν το κόμμα Νίκη και η Φωνή Λογικής της κυρίας Λατινοπούλου. Αντίθετα, φωνές που επιμένουν στη συρρίκνωση του κράτους, όπως ο Θάνος Τζήμερος, δεν ανιχνεύονται δημοσκοπικά.

Συμπέρασμα; Όλο και περισσότεροι αγανακτισμένοι στρέφονται σε κόμματα που υπόσχονται ένα κρατικοδίαιτο μέλλον όπως αυτό που οδήγησε στις τραγωδίες στην Ηλεία (το 2007 που επιλέγουμε να ξεχνούμε), στο Μάτι, στα Τέμπη. Και όσο περισσότερα είναι αυτά τα κόμματα, τόσο η κυβέρνηση θα εξακολουθήσει τον δρόμο της. Ακόμα και αν βρεθεί ένας (ή μία) εγχώριος μιμητής του Τραμπ. Όμως, το μόνο που θα τον συνδέει με το πρότυπό του θα είναι η καταδίκη της WOKE ατζέντας, άντε και το φλερτ με τον Πούτιν. Μέχρι να μάθει και εκείνος/η ότι με … θερμό αέρα δεν βάφονται αυγά.


* O Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής στο τμήμα της Νομικής σχολής στο ΑΠΘ