Πολύ μεγάλη πρόκληση αλλά και εξαιρετική ευκαιρία χαρακτήρισε ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, την απεξάρτηση από τον άνθρακα και συνολικά τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής, τονίζοντας πως πρόκειται για «το πιο σύνθετο πρόβλημα συλλογικής δράσης που έχει αντιμετωπίσει ποτέ η παγκόσμια κοινότητά μας».
Μιλώντας στη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Κλίμα στη Μαδρίτη, ο Κυρ. Μητσοτάκης σημείωσε πως παρότι η Ελλάδα δεν βρίσκεται καν στις 12 χώρες που παράγουν τα 3/4 όλων των εκπομπών, αναλαμβάνει το μερίδιο ευθύνης που της αναλογεί δρομολογώντας τη ριζική αναδιάρθρωση του οικονομικού της μοντέλου.
«Στηρίζουμε πλήρως τους φιλόδοξους στόχους που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά την επίτευξη ουδέτερου ισοζυγίου άνθρακα ως το 2050, αλλά για εμάς η προστασία του μοναδικού χερσαίου, θαλάσσιου και επίσης πολιτιστικού φυσικού περιβάλλοντος αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα», ανέφερε ο πρωθυπουργός και πρόσθεσε πως «έχουμε οριστικοποιήσει το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα. Βασικό στοιχείο του σχεδίου αυτού είναι η απόφασή μας να κλείσουμε όλες τις λιγνιτικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής το αργότερο έως το 2028. Είναι μια δύσκολη απόφαση διότι είμαστε χώρα-παραγωγός λιγνίτη, όμως την ίδια στιγμή θέλουμε να τονώσουμε τη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών έως το 60% εντός της επόμενης δεκαετίας».
Και συνέχισε: «Η εποχή του ρυπογόνου άνθρακα ξεκάθαρα τελείωσε και ενθαρρύνουμε κι άλλες Ευρωπαϊκές χώρες που επίσης βασίζονται ιδιαίτερα στον άνθρακα να θέσουν εξίσου φιλόδοξους στόχους. Και αναμένουμε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποστηρίξει τη δίκαιη μετάβαση των περιοχών μας όπου γίνεται εξόρυξη λιγνίτη, παρέχοντας επαρκή χρηματοδότηση στις χώρες που ανταποκρίνονται στις προκλήσεις».
Ακόμη, ο πρωθυπουργός υπενθύμισε πως η κλιματική αλλαγή δεν επηρεάζει μόνο τις ακτές και τα δάση, αλλά και την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας και στην κατεύθυνση αυτή ανακοίνωσε την πρόθεση της κυβέρνησης να συγκαλέσει σχετική διάσκεψη υψηλού επιπέδου στην Αθήνα τον επόμενο χρόνο.
Τέλος, ο Κυρ. Μητσοτάκης επεσήμανε πως η Ελλάδα, η οποία ως και πρόσφατα είχε στιγματιστεί λόγω της βαθιάς οικονομικής κρίσης, μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για το πώς η ενεργειακή μετάβαση και η δράση για το κλίμα μπορούν να εμφυσήσουν ελπίδα στη νέα γενιά, να δημιουργήσουν «πράσινες» θέσεις εργασίας και βιώσιμη ανάπτυξη.