«Τα προβλήματα στο ΕΣΥ δεν μπορούν να λυθούν από τη μία μέρα στην άλλη. Ως υπουργείο και κυβέρνηση κάνουμε ό,τι μπορούμε. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι θα υπάρξουν λύσεις και αυτό μπορώ να σας το υποσχεθώ», δήλωσε από το Ρέθυμνο η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα, η οποία βρέθηκε σήμερα στο νοσοκομείο Ρεθύμνου, για δεύτερη φορά το τελευταίο διάστημα και συζήτησε με γιατρούς, νοσηλευτές και διοικητικό προσωπικό, για πάνω από τρεις ώρες, θέματα που τους απασχολούν και προτάσεις για την αναβάθμιση του μοναδικού νοσηλευτικού ιδρύματος στο Ρέθυμνο.
«Οφείλουμε να προσπαθήσουμε με συνέχεια και συνέπεια, ώστε το μοναδικό ίδρυμα, νοσοκομειακό, δευτεροβάθμιο, πού βρίσκεται στο Ρέθυμνο, να μπορεί να είναι όσο το δυνατό καλύτερο, σε ό,τι αφορά στελέχωση και υποδομές. Βρέθηκα εδώ για να συζητήσουμε με τους συναδέλφους τα θέματα που τους απασχολούν στο νοσοκομείο, ώστε να είναι ευχαριστημένο τόσο προσωπικό που είναι το άλφα και το ωμέγα για τη λειτουργία ενός νοσοκομείου, αλλά και ο κόσμος και οι κάτοικοι του Ρεθύμνου».
Η συζήτηση με τους εργαζόμενους ήταν έντονη σε κάποιες στιγμές, ωστόσο η κ. Γκάγκα την χαρακτήρισε εποικοδομητική, διαπιστώνοντας, όπως είπε, τον ζήλο και την επαγγελματικότητά τους.
«Η συζήτηση κάποιες φορές μπορεί να είναι λίγο οξυμένη μιας και υπάρχει κάποια κόπωση. Όπως ξέρετε το ΕΣΥ ταλαιπωρείται πολλά χρόνια, από μνημόνια, όπως όλος ο δημόσιος τομέας. Κάθε πέντε αποχωρήσεις μία πρόσληψη, άρα υπάρχουν κενά και βέβαια η κούραση της πανδημίας που είναι σαφής και υπάρχει. Εμείς από την πλευρά μας ως υπουργείο έχουμε προκηρύξει θέσεις και θα προκηρύξουμε εκ νέου και άλλες.
Θέλουμε να βοηθήσουμε σε αυτό, στο νοσοκομείο που έχουν έρθει και άλλες ειδικότητες όπως ρευματολόγος, νευρολόγος, αλλά μας απασχολεί έντονα η Παθολογική Κλινική. Θα συνεχίσουμε να προκηρύσσουμε θέσεις. Μας απασχολεί πάρα πολύ το θέμα των παθολόγων και θέλουμε να τονώσουμε την πρωτοβάθμια περίθαλψη. Θεωρούμε ότι όπου υπάρχει καλή πρωτοβάθμια περίθαλψη, τα πράγματα είναι πιο εύκολα», τόνισε η υπουργός.
«Δίνουμε πολύ μεγάλη σημασία στην πρόληψη, με τα προγράμματα Δοξιάδη και Φώφης Γεννηματά, μιας και μας ενδιαφέρει πάρα πολύ ο άρρωστος που έχει ένα πρόβλημα, να μπορεί να το λύσει άμεσα. Κι αν δεν το λύσει στην πρωτοβάθμια δομή, να παραπέμπεται αυτόματα με συγκεκριμένα ραντεβού στη δευτεροβάθμια δομή και αν χρειάζεται διακομιδή, αυτή να γίνεται οργανωμένα και πιστοποιημένα χωρίς να ταλαιπωρείται ούτε ο γιατρός ούτε το νοσηλευτικό προσωπικό ούτε ο ίδιος ο ασθενής και οι συγγενείς του» σημείωσε.
Η αν. υπουργός θέλησε να γίνει κατανοητό από όλους, πως υπουργείο και κυβέρνηση ενδιαφέρονται «πάρα πολύ να αισθανθούν όλοι, ότι τα πράγματα βελτιώνονται, ότι υπάρχει αισιοδοξία και ένα καλό κλίμα, διότι αυτό βοηθάει στο να πάνε τα πράγματα μπροστά. Να γίνει κατανοητό πως υπάρχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να λυθούν όσο γίνεται περισσότερο τα προβλήματα στην παθολογική κλινική του νοσοκομείου Ρεθύμνου.
Για αυτό και θα γίνουν προκηρύξεις που θα ανακοινωθούν οι θέσεις όλες του νοσοκομείου τον Ιανουάριο και η προκήρυξη θα γίνει τον Φεβρουάριο με την καινούργια πλατφόρμα, ενώ οι κρίσεις θα γίνουν στο νοσοκομείο Ρεθύμνου, δηλαδή θα αποφασίσει το κάθε νοσοκομείο για τους γιατρούς του». Επεσήμανε δε, πως «επεξεργαζόμαστε έναν αριθμό κινήτρων που θα σας ανακοινώσουμε μόλις είναι έτοιμα διότι θέλουμε να υπάρχουν περισσότερα κίνητρα για να γίνουν αιτήσεις για τις θέσεις των ιατρών».
Επίσης, η κ. Γκάγκα ανέφερε ότι στο νοσοκομείο θα γίνουν σημαντικές αναβαθμίσεις, όπως είναι αυτή της νέας πτέρυγας, για την οποία έχουν εξασφαλιστεί 7 εκατ. ευρώ μέσω του ΤΑΙΠΕΔ και του Ταμείου Ανάκαμψης. Σχετικά με την πρόταση του Πανεπιστημίου Κρήτης το οποίο παραχωρεί έκταση για ανέγερση νέου νομαρχιακού νοσοκομείου στο Ρέθυμνο, η αναπληρώτρια υπουργός δήλωσε:
«Πρόκειται για μία πρόταση που δεν αφορά μόνο απόφαση του υπουργείου Υγείας αλλά και του υπουργείου Παιδείας και είναι θέμα ταυτόχρονα ΣΔΙΤ». Χαρακτήρισε την πρόταση ως μη ώριμη χρονικά, που δεν μπορεί, όπως εξήγησε, αυτή την περίοδο να μπει στον προγραμματισμό του Ταμείου Ανάκαμψης.
Ακόμα, ανέφερε ότι οι νοσοκομειακές δομές σε όλη τη χώρα πρέπει να αναβαθμιστούν, κάτι που θα γίνει μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν και στόχος είναι «τόσο οι εργαζόμενοι να εργάζονται σε καλές και ποιοτικές συνθήκες όσο και οι ασθενείς να εξυπηρετούνται σε καλές συνθήκες, σύγχρονες δομές. Όπως είπε, «υπάρχουν στη χώρα 127 νοσοκομεία. Είναι δύσκολο να ξεκινήσουν από την αρχή, μιας και τα 15 μόνο είναι σύγχρονα».
Τέλος, μιλώντας για το ηθικό του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, η αναπληρώτρια υπουργός δήλωσε: «Μετά την πανδημία σε όλα τα συστήματα Υγείας, το κλίμα αυτό υπάρχει. Το βλέπουμε για παράδειγμα στην Αμερική ότι υπάρχει, όπως και ότι ένα ποσοστό 20% αφορά σε παραιτήσεις και από αυτό το ποσοστό το 30% είναι των νοσηλευτών.
Η κατάσταση δεν είναι αστεία σε ένα σύστημα Υγείας που έχει ήδη περάσει μία περιπέτεια με τα μνημόνια, με μειωμένες θέσεις και βέβαια με τους γιατρούς που έφυγαν έξω και με τους νοσηλευτές. Ήρθε μία πανδημία που δημιούργησε μία τεράστια κόπωση. Εμείς από την πλευρά μας κάνουμε ό,τι μπορούμε».