Του Γιάννη Σιδέρη
Αν κάτι δεν έχει κατορθώσει το Κίνημα Αλλαγής, είναι να πείσει γι'' αυτό που διακηρύσσει ότι στοχεύει: Την κατοχύρωση της αυτοδύναμης παρουσίας του στο πολιτικό σκηνικό.
Κάθε κίνηση που κάνει, θαμπώνει περισσότερο αντί να διευκρινίζει την εικόνα του. Και αυτό γιατί το «ρετούς» της αναλαμβάνουν να το διαμορφώσουν «τα παράθυρα» υπό το πρίσμα της μελλοντικής κυβερνησιμότητας των δύο μεγάλων κομμάτων, αναιρώντας την αυτονομία της κάθε κίνησης.
Εξηγούμε. Η πρόσφατη πρωτοβουλία της κας Γεννηματά να στείλει στους πολιτικούς αρχηγούς τις προτάσεις της για την συνταγματική αναθεώρηση δεν εξετάστηκε ως αυτόνομη, αλλά ερμηνεύθη ως υπηρετούσα τον ΣΥΡΙΖΑ, επειδή τον αναδείκνυε συνομιλητή, αίροντάς του την πολιτική μοναξιά στην οποία έχει περιέλθει.
Αντιθέτως συνεργάτες της κας Γεννηματά, υποστηρίζουν ότι η κίνηση δεν αφορούσε τον ΣΥΡΙΖΑ. Αφορούσε ένα κομμάτι του πρώην δικού τους κόσμου, το οποίο έχει αποσκιρτήσει και δεν έχει ακόμα αποφασίσει αν θα επιστρέψει. Παραμένει ωστόσο πρόθυμος ακροατής και εν δυνάμει ψηφοφόρος. Αυτός ο κόσμος θέλει να ακούσει τις αυτόνομες προτάσεις του Κινήματος, που δεν θα ετεροπροσδιορίζονται από τα δύο άλλα κόμματα. «Είναι κόσμος που καταλαβαίνει γιατί δεν πρέπει να ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ αλλά δεν καταλαβαίνει ακόμη γιατί πρέπει να ψηφίσει εμάς», λένε. Θα πρέπει να υπάρξει ευκρινές «λήμμα» με τις προτάσεις του Κινήματος, οι οποίες ήδη έχουν καταγραφεί στο δημόσιο διάλογο και αφορούν την επόμενη ημέρα της χώρας.
Μάλλον δεν έχουν το δίκιο με το μέρος τους. Οι προτάσεις τους όντως υπάρχουν, έχουν δημοσιοποιήσει και συνεχίζονται να δημοσιοποιούνται. Και επειδή έχουν το Know How του κυβερνάν, οι προτάσεις αυτές κατά το μάλλον ή ήττον είναι εμπεριστατωμένες και ρεαλιστικές. Όμως περνούν απαρατήρητες.
Ως ένα σημείο αυτό είναι αναμενόμενο για δύο λόγους. Αφενός κανείς δεν διαβάζει προτάσεις. Ενδιαφέρεται γι'' αυτές μόνο στις προεκλογικές περιόδους, από τα μεγάλα κόμματα. Αφετέρου ο πολίτης δεν ασχολείται με τους «μικρούς», όταν το εκλογικό διακύβευμα αφορά την εναλλαγή στην εξουσία - ειδικά μετά την περιπετειώδη τριετία ΣΥΡΙΖΑ.
Για τον ίδιο αυτό λόγο εξάλλου, δεν παρακολουθούσαν τον τότε μικρό ΣΥΡΙΖΑ. Δεν τον άκουγαν, δεν ήξεραν τα «εξωτικά» που διακήρυσσε, δεν γνώριζαν την ιδεοληψία και την ανεδαφικότητα, το αλλοπρόσαλλο των προσανατολισμών του. Αν θέλετε ακόμη και το μίσος που κουβαλούσε για… την ήττα στον εμφύλιο! Τον θεώρησαν ως κανονικό κόμμα γι'' αυτό και τον πίστεψαν, όταν τον πρωτάκουσαν στην εποχή των μνημονίων («Και τα μισά να κάνει από όσα υπόσχεται»…).
Ωστόσο δεν είναι πρόβλημα του λαού, ούτε των πολιτικών παρατηρητών το ασθενές σήμα προσανατολισμού που εκπέμπει το ΚΙΝΑΛ. Είναι δικό του, καθώς δεν έχει ακόμη πείσει ότι δεν θα γίνει παρακολούθημα του ΣΥΡΙΖΑ ή της ΝΔ – στο μέτρο βέβαια που η αυτόνομη πορεία για την οποία διαβεβαιώνουν, είναι ειλικρινής.
Και μόνο που στα τηλεοπτικά πάνελ όταν αναφέρονται στο νέο κόμμα, τη συζήτηση μονοπωλεί το με ποιον θα συνεργαστεί, και το ποια στελέχη θα αντιδράσουν και προς τα πού θα σαλπάρουν, (ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ), αποτελεί ήττα, για ένα κόμμα που μόλις συγκροτήθηκε μετά από μεγάλη και επώδυνη διαδικασία κύησης. Δεν του αναγνωρίζεται η διακριτή ταυτότητά του. Κινεί το δημόσιο ενδιαφέρον μόνο ως μελλοντικό (προσκολλημένο) δεκανίκι των δύο άλλων.
Η αρχηγός και οι επιτελείς ας το ψάξουν. Κατά την υποκειμενική μας εντύπωση, η αμφισημία εκκινά από την προσπάθεια της κας Γεννηματά να διατηρήσει ίσες αποστάσεις από ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, για να μην κατηγορηθεί ότι πρόσκειται στο ένα εξ αυτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν επιτίθεται στον ΣΥΡΙΖΑ για την πολιτική του, θεωρεί εαυτόν υποχρεωμένη να επιτεθεί ταυτόχρονα και στη ΝΔ. Μια τακτική που δεν προσλαμβάνεται ως διατήρηση αποστάσεων, αφ΄ης στιγμής κυβερνά ο ΣΥΡΙΖΑ.
Μάλλον ως προσπάθεια «ξεπλύματός» του και ως έκκληση συνεργασίας προσλαμβάνεται. «Ξέπλυμα» σε μια πολιτική που έφερε το βαρύτερο μνημόνιο, που υπονόμευσε τους θεσμούς, που αφελλήνισε τις τράπεζες, που παρέδωσε τη δημόσια περιουσία για 99 χρόνια, κλπ, κλπ, όλα όσα έχουν αναφερθεί κατά κόρον. Πολύ περισσότερο δε, που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο κατεξοχήν υβριστής του δικού της κόμματος. Ακόμη και όταν η ΝΔ βρισκόταν στον αστερισμό της μνημονιακής άρνησης και νεφελοβατούσε με τα Ζάππεια, δε εξακόντισε χαρακτηρισμούς περί προδοτών, γερμανοτσολιάδων, Τσολάκογλου, Μερκελιστών κλπ.
Λογικό είναι στο εσωτερικό του ΚΙΝΑΛ να υπάρχει αναταραχή, καθώς εκφράζεται δυσπιστία ως προς τις προθέσεις της ηγεσίας και καχυποψία για μεροληψία προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Η διακήρυξή της περί προγραμματικών συμφωνιών δεν πείθει αυτό το τμήμα του κόμματος, το οποίο και ευμεγέθες είναι, και εμφανές σε επίπεδο δημοσιότητας.
Άλλωστε - όπως λένε - κακή η ΝΔ, όμως ο κόσμος που έφυγε από το ΠΑΣΟΚ δεν πήγε στη ΝΔ αλλά στον ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτός ο κόσμος δεν βοηθείται με τις ίσες αποστάσεις να κατανοήσει πόσο ξεγελάστηκε και να επιστρέψει.