Ουδείς εξεπλάγη από τις δηλώσεις Τζανακόπουλου περί εκκαθαρίσεων. Ο Αλέξης Τσίπρας δείχνει να έχει καταλήξει στην επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στις… ρίζες του ανάγοντας τον Πολακισμό σε κεντρική αντιπολιτευτική γραμμή, αδιαφορώντας για τον ρόλο που του ανέθεσαν οι πολίτες τον Ιούλιο του 2019.
Το κενό στην κεντροαριστερά μεγαλώνει και η αδυναμία του ΚΙΝΑΛ της Φώφης Γεννηματά να αποτελέσει τον έτερο πολιτικό πόλο, καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη η σημερινή κυβέρνηση να επιταχύνει τον βηματισμό της και να υλοποιήσει, με την υποχώρηση της πανδημίας, το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα.
Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος δεν είπε τίποτα περισσότερο από αυτό που ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας έχει ορίσει ανοιχτά ως «έλεγχο των αρμών της εξουσίας» και τίποτα λιγότερο από αυτό που ο Παύλος Πολάκης έχει επισημάνει σχετικά με τη δεύτερη φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ θα γίνει κυβέρνηση και τα πράγματα «είναι αλλιώς».
Η σκληρή γραμμή είναι η γραμμή που ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει επιλέξει. Το έδειξε κατ' επανάληψη τα δύο χρόνια από τις εκλογές του 2019 κυρίως δε τον τελευταίο χρόνο της κρίσης επενδύοντας στην καταστροφολογία και την κορονοκαπηλεία.
Αλλά και στην επιλογή του να εμφανιστεί και ως υποστηρικτής των αιτημάτων του Δ. Κουφοντίνα αναφορικά με το κράτος δικαίου, ως υπερθεματιστής των καταλήψεων των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, προαναγγέλλοντας κατάργηση του νόμου της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ακόμη και ως υποστηρικτής της «νεολαίας που αντιστέκεται» πίνοντας το ποτό στις πλατείες ή αψηφώντας τα μέτρα. Η υπονόμευση των μέτρων περιορισμού αναδείχθηκε από την πρώτη στιγμή ειδικά από το δεύτερο κύμα και μετά.
Οι επιλογές είναι σαφείς. Και όσο και αν οι γεφυροποιοί κλείνουν αυτιά και μάτια προκειμένου να μην αποδεχθούν την ήττα τους η πραγματικότητα παραμένει αυστηρός κριτής καταγράφοντας πράξεις και λόγια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να διατηρεί μια δική του αντίληψη για τη δημοκρατία. Και ακόμη περισσότερο μια δική του αντίληψη για τους θεσμούς και τον έλεγχο τους. Επιχείρησε κατ' επανάληψη ως κυβέρνηση να τους ελέγξει, από τη δικαιοσύνη έως τα Μέσα Ενημέρωσης.
Απέτυχε όμως όπως αποτυγχάνει και ως αξιωματική αντιπολίτευση να προσελκύσει δυσαρεστημένους ψηφοφόρους. Η κινηματική αντίδραση μετατρέπεται έτσι σε μονόδρομο που απομακρύνει όλο και περισσότερο τη στροφή στη σοσιαλδημοκρατία και στην κατάκτηση του κέντρου και της κεντροαριστεράς.
Έχουν μείνει μόνοι με τους σκληροπυρηνικούς της Κουμουνδούρου στους οποίους και απευθύνονται πλαγιοκοπώντας μάλιστα στην παρούσα φάση το ΚΚΕ και τις αριστερές εξωκοινοβουλευτικής δυνάμεις.
Η ομιλία του Αλέξη Τσίπρα χθες για τα εργασιακά θύμισε λογικές πριν το 2015 σε πολλές δε περιπτώσεις και πριν το 2012, όταν έφτασε για πρώτη φορά να τοποθετείται από τους πολίτες στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης με σημαία το «μνημόνιο – αντιμνημόνιο».
Κινείται δε στο ίδιο επίπεδο αναζητώντας νέους βαρβάρους και νέα αφηγήματα σε διλήμματα συνδεδεμένα με τα εργασιακά, το Ταμείο Ανάκαμψης και τα αντιδεξιά συνθήματα. Το 2021 όμως δεν είναι ούτε 2012 ούτε 2015, όπως αποτυπώνεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις που μπορεί να χαρακτηρίζονται φωτογραφίες της στιγμής, όμως συνολικά ακόμη και στις χειρότερες μέρες της σημερινής κυβέρνησης αναδεικνύουν ένα δεδομένο:Τσίπρας και ΣΥΡΙΖΑ δεν αρέσουν πια και ως εκ τούτου ουδείς τείνει ευήκοα ώτα σε υποσχέσεις και διλήμματα παρελθόντων ετών. Δοκιμάστηκε άλλωστε και απέτυχε.
Το πρόβλημα για το διπολιτικό δημοκρατικό σύστημα της δημοκρατίας μας είναι πως δεν υπάρχει στην παρούσα φάση αντίπαλος του ΣΥΡΙΖΑ δέος. Το ΚΙΝΑΛ της Φώφης αδυνατεί να παίξει τον ρόλο αυτό και να καταλάβει θέση στο χώρο της κεντροαριστεράς προκειμένου να υπάρχει ισορροπία και μια αντιπολίτευση ικανή να επικρίνει και να παροτρύνει την κυβέρνηση σε λύσεις εντός της πραγματικότητας και των δεδομένων που δημιουργεί η μετά covid εποχή.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίζεται να κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό και να επεκτείνει τις δυνάμεις του στο κέντρο. Εν τούτοις δεν παύει το εν ού παικτοίς παίγνιο να εγκυμονεί κινδύνους εφησυχασμού και επανάπαυσης.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις μπορούν να θεωρηθούν και ένα καμπανάκι προς αυτή την κατεύθυνση. Οι επιμέρους τομείς που χαρακτηρίζονται από τους ειδικούς αναλυτές ως βασικές παράμετροι δείχνουν πως οι πολίτες επιζητούν επιτάχυνση σε όλους τους τομείς.