Η 20ή Απριλίου του 1941 ήταν Κυριακή του Πάσχα των Ορθοδόξων. Επίσης, συνέπιπτε με τα 52α γενέθλια του Αδόλφου Χίτλερ. Την ημέρα εκείνη, ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου, διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού, έλαβε την πρωτοβουλία να προτείνει στους Γερμανούς τη συνθηκολόγηση των ελληνικών στρατευμάτων στο αλβανικό μέτωπο.
Τρεις μέρες αργότερα, ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και ο πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός αναχωρούσαν από την Αθήνα, με προορισμό την Κρήτη. Μέχρι το τέλος Απριλίου, η ηπειρωτική Ελλάδα βρισκόταν στα χέρια των δυνάμεων του Άξονα.
Στις 20 Μαΐου άρχισε η γερμανική επίθεση εναντίον της Κρήτης. Τέσσερις μέρες αργότερα, ο βασιλιάς και οι κυβερνητικές αρχές εγκατέλειψαν οριστικά το ελληνικό έδαφος, με τελικό προορισμό το Λονδίνο. Όπως είχε ήδη συμβεί με σειρά άλλων ευρωπαϊκών χωρών που είχαν καταληφθεί από τα γερμανικά στρατεύματα, η βρετανική πρωτεύουσα θα φιλοξενούσε τον Γεώργιο και την κυβέρνησή του.
Αν και «εξόριστη», η κυβέρνηση Τσουδερού θα εξακολουθούσε να αναγνωρίζεται ως η νόμιμη κυβέρνηση της Ελλάδος διεθνώς, με εξαίρεση τα κράτη μέλη του Άξονα (του λεγόμενου Τριμερούς Συμφώνου) και μιας ακόμα δύναμης, εταίρου τότε της ναζιστικής Γερμανίας.
Η δύναμη αυτή ήταν η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ), η οποία είχε υπογράψει το διαβόητο Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, στις 23 Αυγούστου 1939, και είχε ζητήσει να ενταχθεί στο Τριμερές (δηλαδή στον Άξονα), τον Νοέμβριο του 1940.
Στις 3 Ιουνίου, δύο μόλις ημέρες μετά τον τερματισμό της μάχης της Κρήτης, ο Έλληνας πρεσβευτής στη Μόσχα κλήθηκε επειγόντως στο σοβιετικό «Κομισαριάτο Εξωτερικών Σχέσεων». Εκεί, τού ανακοινώθηκε ότι η ΕΣΣΔ δεν αναγνώριζε πλέον την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος και διέκοπτε τις διμερείς διπλωματικές σχέσεις, με το αιτιολογικό ότι η χώρα μας είχε πλέον απωλέσει την κυριαρχία της.
Την ίδια ακριβώς μεταχείριση είχε επιφυλάξει η Μόσχα στις, εξόριστες πλέον, κυβερνήσεις του Βελγίου και της Γιουγκοσλαβίας. Οι σοβιετικές αρχές πληροφόρησαν τους διπλωμάτες των χωρών αυτών ότι τα διαπιστευτήριά τους είχαν ανακληθεί και τούς ζητούσαν να εγκαταλείψουν το σοβιετικό έδαφος.
Το ίδιο έπραξαν και με τον Έλληνα πρεσβευτή Χρίστο Διαμαντόπουλο. Ο τελευταίος ζήτησε πίστωση χρόνου για να διευθετήσει τις εκκρεμότητες που απέρρεαν από τη σοβιετική απόφαση, προτού επιβιβαστεί στον υπερσιβηρικό με προορισμό το λιμάνι του Βλαδιβοστόκ.
Το τρένο που μετέφερε τον Διαμαντόπουλο και τη συνοδεία του διέσχιζε τη Σιβηρία, όταν, το ξημέρωμα της 22ας Ιουνίου 1941, η ΕΣΣΔ υπέστη και η ίδια εισβολή από τη Γερμανία και άλλες δυνάμεις του Άξονα, στον οποίον είχε ενδιαφερθεί να συμμετάσχει μερικούς μήνες νωρίτερα.
Την ίδια μέρα, ο άνθρωπος που είχε υπογράψει το Σύμφωνο με τη ναζιστική Γερμανία, ανοίγοντας τον δρόμο στον συνεταιρικό διαμοιρασμό της Ανατολικής Ευρώπης μεταξύ Στάλιν και Χίτλερ, κατήγγειλε «την αιμοσταγή κλίκα των Γερμανών φασιστών ηγετών» που, μεταξύ άλλων, είχαν υποδουλώσει και την Ελλάδα.
Όπως παρατήρησε ο ιστορικός Ανδρέας Ζαπάντης, ήταν η πρώτη φορά από την ιταλική εισβολή, στις 28 Οκτωβρίου του 1940, που ένας Σοβιετικός αξιωματούχος αναφερόταν δημόσια στην Ελλάδα ως θύμα της φασιστικής επιθετικότητας.
Όπως ήταν επόμενο, απέναντι του κοινού εχθρού, η ΕΣΣΔ προχώρησε στην αποκατάσταση των διπλωματικών της σχέσεων με όλα τα θύματα του Άξονα. Στη δε κατεχόμενη Ελλάδα, μεγάλη μερίδα του λαού, όσοι ακολούθησαν το ΚΚΕ και εντάχθηκαν στο ΕΑΜ, θα έσπευδαν να θεωρήσουν τον Στάλιν τη μεγάλη ελπίδα της ανθρωπότητας στη θανάσιμη αναμέτρηση με τον ναζισμό.
Στο όνομα της «αντιφασιστικής πάλης» ξεχάστηκαν ή αποσιωπήθηκαν εγκλήματα σε βάρος λαών και κρατών, που μάλλον δεν συγκρίνονται με την απόφαση της Μόσχας να πάψει να αναγνωρίζει την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος.
Ακολούθησε η πολύ πιο σοβαρή ανάμιξη της ΕΣΣΔ στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, η οποία κατέστησε σαφές ότι ο Στάλιν αντιμετώπιζε τους Έλληνες συντρόφους ως αναλώσιμα πιόνια.
Το εντυπωσιακό είναι ότι τα ιστορικά αυτά προηγούμενα πολύ βολικά παραμερίζονται προκειμένου να συντηρηθούν ιδεοληψίες και να εξυπηρετηθούν σκοπιμότητες. Το αποτέλεσμα είναι μια εντυπωσιακή ακρισία απέναντι σε γεγονότα που επιμένουν να μάς θυμίζουν ότι το τέρας του ολοκληρωτισμού δεν ξεψύχησε το 1945.
*Ο καθηγητής Γιάννης Στεφανίδης είναι συγγραφέας του βιβλίου Ψυχρός Πόλεμος (εκδόσεις ΕΑΠ, 2021)