Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και των αναλυτών, σχετικά με τα δημοσκοπικά ευρήματα της έρευνας της Interview, επικεντρώθηκε στο γεγονός ότι το κόμμα Κασσελάκη που βρίσκεται ακόμα στα σπάργανα, κατέγραψε υψηλότερο ποσοστό από τον Σύριζα. Σύμφωνα με την Interview το Κίνημα Δημοκρατίας βρίσκεται στο 7,0% και ο Σύριζα στο 4,3%. Και αυτό παρ’ όλο που όπως υποστηρίζουν τα στελέχη του Σύριζα, διαπιστώθηκε σημαντική επανάκαμψη παλαιών αλλά και εγγραφή νέων μελών στις εκλογές για την αρχηγία του κόμματός τους.
Σίγουρα, η περαιτέρω ανάλυση του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στα διασπασμένα κομμάτια του Σύριζα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού όλα βρίσκονται στο σημείο, «ο θάνατος σου, η ζωή μου». Η Νέα Αριστερά, η Πλεύση Ελευθερίας, το Μέρα 25, η ΛΑΕ και το Κίνημα Δημοκρατίας εξακολουθούν να πλαγιοκοπούν την πολιτική τους μήτρα, που καταρρέει με ιδιαίτερα ατιμωτικό τρόπο. Όμως, παρ’ όλο που η ανάλυση αυτή θα είχε και διασκεδαστικό χαρακτήρα, η ουσία των δημοσκοπικών ευρημάτων βρίσκεται στο γεγονός ότι η ραχοκοκαλιά των σοβαρών πολιτικών δυνάμεων της χώρας συγκεντρώνει μόλις το 42,9% της προτίμησης των πολιτών.
Εκεί βρίσκονται τα ποσοστά των πολιτικών δυνάμεων που πιστεύουν στη Δημοκρατία, στην Ελευθερία, στην ευρωπαϊκή ταυτότητα της χώρας και στα ιδανικά της Δύσης. Είναι αυτό το 45% που ανάλογα με τις συνθήκες αυξάνεται ή μειώνεται. Στο δημοψήφισμα του 2015 είχε βρεθεί στο 38,7%. Στις εθνικές εκλογές του 2023 είχε βρεθεί στο 52%. Και σήμερα βρίσκεται στο 42,9%. Είναι το ποσοστό των πολιτών που αν γίνονταν αύριο εκλογές, θα έδιναν την ψήφο τους είτε στη Νέα Δημοκρατία, είτε στο ΠΑΣΟΚ.
Απέναντι σε αυτές τις δυνάμεις, υπάρχει το ετερόκλητο «αντισυστημικό» μέτωπο, το οποίο στο δημοψήφισμα του 2015 είχε φτάσει στο 61,3%, στις εθνικές εκλογές του 2023 είχε βρεθεί στο 48% και σήμερα βρίσκεται στο 47,3% και πιθανότατα θα φτάσει ακόμα και στο 55,0% εάν λάβει την πλειοψηφία των «αναποφάσιστων».
Το αντισυστημικό μέτωπο αποτελείται από ετερόκλητες δυνάμεις οι οποίες έχουν εντελώς διαφορετική ιδεολογική καταγωγή και πολιτική προέλευση. Που ωστόσο συμπλέουν με απόλυτη αρμονία, εκφράζοντας κοινές θέσεις σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, σε θέματα οικονομικής χροιάς, αλλά και σε θέματα διαμαρτυρίας.
Το ρωσόφιλο, θρησκόληπτο και ακροδεξιό μέτωπο συγκεντρώνει σήμερα σύμφωνα με την Interview ένα 20%. Το οποίο κατανέμεται ανάμεσα στο κόμμα Βελόπουλου, τη Νίκη, τα υπολείμματα της Χρυσής Αυγής και στο κόμμα Λατινοπούλου. Είναι ένα μεγάλο ποσοστό, αν αναλογιστεί κανείς ότι το 2015 στην καρδιά της κρίσης η ακροδεξιά είχε συγκεντρώσει 12%, αν υπολογίσουμε την Χρυσή Αυγή, τους Ανεξάρτητους Έλληνες και το ΛΑΟΣ.
Αυτά, όσον αφορά στο μέτωπο της Νέας Δημοκρατίας από τα δεξιά. Στα αριστερά του ΠΑΣΟΚ βρίσκουμε το ΚΚΕ, το κόμμα Κασσελάκη, τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα Κωνσταντοπούλου, το κόμμα Βαρουφάκη, το κόμμα Αχτσιόγλου - Τσακαλώτου τον Ανταρσύα και άλλα. Το ποσοστό που συγκεντρώνουν τα κόμματα αυτά, βρίσκεται στο 27,5%.
Οι δυνάμεις των «αντι», δηλαδή οι αντισυστημικοί, οι αντιμνημονιακοί, οι αντιευρωπαϊστές, οι αντιαμερικάνοι, οι αντινατοϊκοί, οι αντιδυτικοί, οι αντισημίτες, οι φιλορώσοι, οι κρατιστές, οι δήθεν φιλοτραμπικοί, οι δήθεν «αντί-woke», μαζί με όλα τα ιδεολογικά απολιθώματα της παγκόσμιας ιστορίας συγκεντρώνουν συνολικά ένα 47,3%.
Την ίδια στιγμή το 45% εκτιμά ότι ο καταλληλότερος πρωθυπουργός είναι ο «κανένας» και ότι το 55,9% (από άλλη δημοσκόπηση της GPO) βλέπει μελλοντικά κυβέρνηση συνεργασίας.
Πώς μπορούν να δουλέψουν όλα αυτά τα προαναφερθέντα ποσοστά μαζί; Μπορούμε να έχουμε βιώσιμη κυβέρνηση; Ισχυρή κυβέρνηση που να μην βρεθεί ξαφνικά επί ξύλου κρεμάμενη; Κυβέρνηση που να μπορεί σηκώσει το βάρος των χειρισμών στη διεθνή πολιτική σκηνή; Μπορεί η Νέα Δημοκρατία να βρεθεί εκ νέου στα ποσοστά του 2023; Μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ - ΠΑΣΟΚ; Μπορεί το ταίριασμα του λαϊκισμού της ακροδεξιάς με τον αντίστοιχο της αριστεράς να οδηγήσει κάπου; Δεν έχουμε τις απαντήσεις.
Ένα είναι όμως σίγουρο. Ότι είναι στο χέρι της κυβέρνησης να αντιστρέψει το κλίμα του επελαύνοντος λαϊκισμού από το δεξιά και από τα αριστερά. Δυστυχώς, οι πολίτες λησμονούν με ευκολία τα επιτεύγματα. Δεν απολαμβάνουν άμεσα τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων. Και καθημερινά πλήττονται από την ακρίβεια, τις ξεχαρβαλωμένες συγκοινωνίες, τη διάχυτη ανομία, το μπάχαλο στα σχολεία και από άλλα μικρά ή μεγάλα. Σε όλα τα μικρά και μεγάλα θα κριθεί λοιπόν το παιχνίδι. Μα κυρίως στην ακρίβεια.
Δεν θα κριθεί από τις επιθέσεις κατά της κυβέρνησης σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, σχέσεων με Τουρκία, συμμαχία με ΗΠΑ και Ισραήλ, που καλλιεργούνται συντονισμένα από συγκεκριμένου κύκλους. Διότι οι συγκεκριμένες επιθέσεις δεν βάλουν κατά της κυβέρνησης. Βάλουν προσωπικά κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη. Διότι αυτό είναι το σχέδιο. Μια ασθενής και εύθραυστη συγκυβέρνηση χωρίς τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που να ακολουθεί μια εξαρτημένη πολιτική. Η πολυδιασπασμένη εικόνα του πολιτικού φάσματος, συμβάλει σε αυτό.
Οι φυγόκεντρες τάσεις προς τα «φιλορωσικά» και «εμμονικά ιδεοληπτικά» άκρα, μπορούν να ανασχεθούν, εάν και εφ’ όσον η κυβέρνηση πέρα από τα μεγάλα και τα δύσκολα, ασχοληθεί και με την εξαιρετικά επίπονη και επώδυνη καθημερινότητα των πολιτών, που με ευκολία οδηγεί στην αγανάκτηση. Όχι δεν έγιναν ξαφνικά οι Έλληνες ρωσόφιλοι, αντισημίτες, ακροδεξιοί ή είδαν το φως τους σε σοσιαλιστικά πειράματα.
Πετούν την ψήφο τους στα άκρα από αγανάκτηση και από θυμό. Και όχι επειδή πιστεύουν ότι ο Βελόπουλος θα τους βρει τα μαγικά μαντζούνια, ότι το παραεκκλησιαστικό παρακράτος θα κάνει θαύματα, ότι η Λατινοπούλου θα γίνει η νέα Λεπέν, ότι ο Κασσελάκης θα τους κάνει Μαϊάμι, ότι ο μισός Σύριζα ξαφνικά έγινε λογικός και ότι ο άλλος μισός παραμένει εκτός ελέγχου, ότι το ΚΚΕ θα κυβερνήσει, ότι οι νεοσταλινικοί της Νέας Αριστεράς έχουν αλλάξει ή ότι ο Βαρουφάκης θα κάνει πάλι τα μαγικά του.
Οι Έλληνες παρ’ όλο που σύμφωνα με την Εurostat βρισκόμαστε όγδοοι στον πραγματικό δείκτη φτώχειας της ΕΕ, με 18,9%, είμαστε οι πρώτοι στον υποκειμενικό δείκτη αυτοκατάταξης ως φτωχοί, με ποσοστό 67,1%. Δηλαδή «αισθανόμαστε» ότι είμαστε πιο φτωχοί, από ό,τι είμαστε στην πραγματικότητα.
Για να καταλάβουμε καλύτερα τι συμβαίνει, σύμφωνα με την Eurostat το πραγματικό ποσοστό φτώχειας στην ΕΕ είναι 22,5%, αλλά οι Ευρωπαίοι πολίτες που δηλώνουν ότι είναι φτωχοί βρίσκονται στο 24,8%. Δηλαδή το 2,3% των Ευρωπαίων αισθάνονται φτωχοί, παρ’ όλο που δεν είναι. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι 48%. Δηλαδή το 48% των Ελλήνων θεωρούν τους εαυτούς τους φτωχούς, ενώ με βάση τις μετρήσεις της Eurostat δεν είναι. Ένα γεγονός που από μόνο του δείχνει την ψυχολογική καταπόνηση των πολιτών.
Είναι στο χέρι της κυβέρνησης, να αλλάξουν τα τρέχοντα δημοσκοπικά ευρήματα και οι τάσεις ανάμεσα στους ψηφοφόρους. Αρκεί να διαβάσει καλά τι λένε, τι αισθάνονται και τι ζητούν οι πολίτες. Να τους πλησιάσει, να τους απαντήσει και να πράξει τα δέοντα.