Τα Τέμπη αποτελούν μία τραγωδία εθνικών διαστάσεων ανάλογη με αυτή στο Μάτι με τους 104 νεκρούς, στη Μάνδρα με τους 25 νεκρούς και στη Marfin με τους 3 νεκρούς. Στα Τέμπη χάθηκαν άδικα δεκάδες ζωές, πολλά νέα παιδιά. Ένα μεγάλο τραύμα άνοιξε στην ελληνική κοινωνία και είναι εύλογη η οργή που ξεχειλίζει για τα λάθη και τις αστοχίες που οδήγησαν στην τραγωδία. Οι εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται για τα Τέμπη συνεπώς, αποτελούν τη συσσωρευμένη αντίδραση για τα θύματα όλων των παραπάνω τραγωδιών του πρόσφατου παρελθόντος για τις οποίες δεν έχει αποδοθεί ακόμα Δικαιοσύνη.
Αρχίζει λοιπόν να γίνεται ορατός όλο και περισσότερο ένας σοβαρός κίνδυνος για τη Δημοκρατία: Κάποιοι ψαρεύουν σε θολά νερά, προσπαθούν να εργαλειοποιήσουν την τραγωδία και να τη μετατρέψουν σε παράγοντα αποσταθεροποίησης της πολιτικής ζωής.
Την απόδοση ευθυνών σε κάθε συντεταγμένη πολιτεία πρέπει βεβαίως να την κάνει η Δικαιοσύνη, όσο και αν δεν συμβαδίζουν με την κοινωνική απαίτηση για γρήγορη κάθαρση οι αργοί ρυθμοί της δικαστικής λειτουργίας, ιδιαίτερα στην Ελλάδα.
Πάντως, στην περίπτωση της έρευνας για τα Τέμπη, οι ρυθμοί είναι σχετικά γρήγοροι. Για την τραγωδία στο Μάτι χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να φτάσει η υπόθεση στο ακροατήριο.
Η κυβέρνηση έχει τις δικές της ευθύνες, που είναι πολιτικές και έχουν ήδη αναληφθεί από τον τέως υπουργό μεταφορών Κώστα Καραμανλή διά της παραίτησής του. Αν για κάτι μπορεί να επικριθεί η κυβέρνηση είναι ότι δεν έδωσε βαρύτητα στη γρήγορη εξυγίανση των ελληνικών σιδηροδρόμων, που είχε ήδη καθυστερήσει επί σειρά ετών.
Για παράδειγμα, η πολυσυζητημένη σύμβαση 717, που απέτυχε να φέρει σε πέρας η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ από το 2015, καθυστέρησε απελπιστικά, με αποτέλεσμα κατά το χρόνο του τραγικού δυστυχήματος των Τεμπών να μην έχουν εγκατασταθεί κρίσιμα συστήματα ασφάλειας του σιδηροδρόμου, η έλλειψη των οποίων είχε αιτιώδη συνάφεια με το δυστύχημα όπως έχει κρίνει ο αρμόδιος ανακριτής.
Αν θέλει κανείς να προσεγγίσει δίκαια αυτό το ζήτημα, αναμφίβολα υπάρχουν ευθύνες της σημερινής κυβέρνησης, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για μια διαχρονική αποτυχία των ελληνικών κυβερνήσεων, που δεν έχουν καταφέρει, για πολλούς λόγους, να αναβαθμίσουν τη σιδηροδρομική υποδομή της χώρας, ενώ για δεκαετίες άφησαν το σιδηρόδρομο να φορτώνει τον κρατικό προϋπολογισμό με δυσθεώρητα ελλείμματα και να κακοδιαχειρίζεται μεγάλου ύψους κοινοτικά κονδύλια.
Από την ορθολογική κριτική, στα fake news
Ασκώντας ορθολογική κριτική, μπορεί κανείς να πει αρκετά για τις ευθύνες της κυβέρνησης, που σε μεγάλο βαθμό έχουν αναγνωριστεί και από την ίδια, ενώ καταβλήθηκαν και σοβαρές προσπάθειες για να διορθωθούν λάθη παρελθόντος, όπως για παράδειγμα με την επιτάχυνση της εκτέλεσης της σύμβασης 717.
Όμως, όλο και περισσότερο το τελευταίο διάστημα βλέπουμε ότι η κριτική ξεφεύγει από το πλαίσιο του ορθολογισμού και γίνεται από πολλούς μια συστηματική προσπάθεια να εκμεταλλευτούν το τραύμα της ελληνικής κοινωνίας για να προωθήσουν θεωρίες συνωμοσίας και fake news για να μετατρέψουν μια τραγωδία σε πολιτικό όπλο και να δημιουργήσουν συνθήκες πολιτικής αποσταθεροποίησης, χωρίς να κρύβουν ότι ο τελικός τους στόχος είναι να πέσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η μυθοπλασία περί σχεδίου συγκάλυψης έχει φτάσει να κυριαρχεί στην πολιτική συζήτηση και πολλές φορές παίρνει τερατώδεις διαστάσεις ειδικά στον κόσμο των social media. Η κυβέρνηση εμφανίζεται να προσπαθεί δήθεν να συγκαλύψει λαθρεμπόριο διαλυτών για νόθευση καυσίμων, σαν να ήταν η κυβέρνηση μέρος των λαθρεμπορικών κυκλωμάτων. Ακόμη χειρότερα είδαμε τελευταία να επιχειρείται ακόμη και από εκπροσώπους κομμάτων να συσχετιστεί με κάποιο τρόπο με την κυβέρνηση ο τραγικός θάνατος του γιου της εισαγγελέως Λάρισας.
Αν πιστέψει κανείς τα όσα λέγονται και υπονοούνται, η κυβέρνηση θα πρέπει να ταυτίζεται με το οργανωμένο έγκλημα και να εφαρμόζει τις πρακτικές του! Στο ερώτημα κυβερνητικών στελεχών και του ίδιου του πρωθυπουργού, «τι ακριβώς προσπαθούμε να συγκαλύψουμε», δηλαδή τι θα είχε να κερδίσει η κυβέρνηση για να οργανώσει μια τέτοια επιχείρηση συγκάλυψης, ουδείς από την αντιπολίτευση έχει κάτι σοβαρό να απαντήσει, αλλά φαίνεται ότι τους είναι αρκετό να εκτοξεύουν κατηγορίες και να θολώνουν τα νερά, με την προσδοκία ότι στα θολά νερά θα ψαρέψουν ψήφους.
Είναι σαφές ότι για τα δύο κόμματα της κεντροαριστεράς, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, η τραγωδία στα Τέμπη αντιμετωπίζεται σαν ένα πολιτικό σωσίβιο, δεδομένου ότι για τα μεγάλα προβλήματα της χώρας, από την οικονομία ως την εξωτερική πολιτική, πολύ δύσκολα βρίσκουν πειστικά αντιπολιτευτικά επιχειρήματα για να πλήξουν την κυβέρνηση.
Τα μικρά κόμματα στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος, εξάλλου, ωθούν σε ακρότητες το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ, πρωτοστατώντας στην εκτόξευση κατηγοριών, στα fake news και στις θεωρίες συνωμοσίας, που ανακυκλώνονται μέσα από τα social media.
Στον χώρο των social media, αν κάποιος μπορούσε να αναλύσει όσα γράφονται ή παρουσιάζονται καθημερινά σε βίντεο, θα πίστευε ότι γίνεται μια οργανωμένη προσπάθεια αποσταθεροποίησης καθεστώτος, από αυτές που έχουμε δει σε πολλές χώρες να οργανώνονται από μυστικές υπηρεσίες.
Οι τερατολογίες συνδυάζονται με συνεχείς επιθέσεις στην κυβέρνηση που θυμίζουν τις μαύρες εποχές του αντιμνημονιακού μετώπου: «Θα τελειώσουμε τον Μητσοτάκη», «Θα κόψουμε το οξυγόνο στον Μητσοτάκη» και άλλα πολλά, που καθημερινά δηλητηριάζουν το διαδίκτυο, βρίσκοντας ερείσματα και στην οργή πολλών νέων ανθρώπων, που θολώνει την κρίση τους.
Οι γονείς των αδικοχαμένων ανθρώπων του δυστυχήματος έχουν το εύλογο αίτημα για Δικαιοσύνη και σε μια Δημοκρατία ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τις πρωτοβουλίες τους για λαϊκές κινητοποιήσεις, όπως αυτή που έχει προγραμματιστεί στις 28 Φεβρουαρίου.
Όμως, υπάρχουν πολλοί που δεν έχουν εξίσου αγνές προθέσεις. Υπάρχουν πολλοί που ίσως επιχειρήσουν να μετατρέψουν μια κινητοποίηση για ένα δίκαιο αίτημα σε κάτι που θα θυμίζει τις βίαιες εκδηλώσεις της μνημονιακής περιόδου. Υπάρχουν πολλοί που θέλουν να χρησιμοποιήσουν τις κινητοποιήσεις για να «τελειώσουν τον Μητσοτάκη», υπάρχουν πολλοί που ονειρεύονται τις εποχές με τις δύο πλατείες στο Σύνταγμα, όπου έβρισκαν έκφραση οι ακροδεξιές και ακροαριστερές πολιτικές θεωρίες αποσταθεροποίησης της χώρας με πρόφαση τα μνημόνια.
Σε ένα διεθνές περιβάλλον πρωτοφανούς αστάθειας, κάθε υπεύθυνος πολίτης οφείλει να μην επιτρέψει να μετατρέψουν τη φωνή του σε εργαλείο αποσταθεροποίησης της χώρας. Το αίτημα για δικαιοσύνη πρέπει να είναι σε όλους σαφές ότι διαχωρίζεται από το εμφυλιοπολεμικό «να τους τελειώσουμε». Όλοι θυμόμαστε σε ποια περιπέτεια μπήκε η χώρα όταν πρυτάνευσαν τέτοιες διχαστικές λογικές και όλοι οφείλουμε να αποτρέψουμε μια νέα επικράτηση τους.
*Ο Γρηγόρης Σαμπάνης είναι οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών