Χαράς ευαγγέλια στον ΣΥΡΙΖΑ από την ξαφνική στροφή Ανδρουλάκη που αποφάσισε, και αυτός, να ζητήσει εκλογές. Όπως είπε «Εκλογές πρέπει να γίνουν. Πρέπει η σημερινή κυβέρνηση να σταματήσει να παγώνει τις όποιες ευκαιρίες έχει ο τόπος μας… όσο γρηγορότερα αλλάξουν τα πράγματα και έρθει μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, τόσο καλύτερα για τον τόπο και τον λαό».
Περιχαρής ο Δημήτρης Παπαδημούλης έσπευσε να χαρακτηρίσει την πρόταση ως «θετικό βήμα». Παράλληλα ζήτησε από τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ σαφή και ρεαλιστική απάντηση στο ζήτημα της «κυβέρνησης προοδευτικής συνεργασίας». Την πίεση προσυπέγραψε και η Αυγή, κατά την οποία ο πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ «μοιάζει να θέλει να απλουστεύσει τα μηνύματα μιας δυσανάγνωστης γραμμής που έχει υιοθετήσει».
Γενικώς η ξαφνική στροφή Ανδρουλάκη χαροποίησε τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς θεώρησε ότι τον έσυρε στη γραμμή του. Και έχει δίκιο. Εξ αντικειμένου νίκησε «στα σημεία», και διαμόρφωσε εύκρατες συνθήκες για την εντύπωση μιας μελλοντικής κυβερνητικής συνεργασίας.
Η δήλωση, τους παρέχει την ευχέρεια να πλασάρουν ενισχυμένο το δικό τους επιχείρημα περί «προοδευτικής διακυβέρνησης», και να παρουσιάσουν το κόμμα τους ως την ηγεμονική δύναμη στον χώρο της κεντροαριστεράς, πίσω από το οποίο σύρεται εκούσα άκουσα η κεντρώα πτυχή της.
Και έχουν εν μέρει δίκιο μέσα στη μεγαλαυχία τους. Το αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ για εκλογές εδώ και τώρα, μπορεί να είναι επικοινωνιακό πυροτέχνημα, αλλά είναι λαμπερό πυροτέχνημα. Εκπέμπει αυτοπεποίθηση, αντιπολιτευτική επιθετικότητα, αισιοδοξία (έστω και προσχηματική), αντιπολιτευτικό ηγεμονισμό.
Στον ΣΥΡΙΖΑ βέβαια γνωρίζουν ότι είναι εξαιρετικά δύσκολη αν όχι αδύνατη η «προοδευτική κυβέρνηση». Αυτή προϋποθέτει να είναι πρώτο κόμμα, αλλά φευ οι δημοσκοπήσεις τον καταγράφουν ως δεύτερο, ενώ τον Τσίπρα πίσω από τον «κανένα» στην πρωθυπουργική καταλληλότητα.
Ο Ανδρουλάκης ως τώρα δεν έχει παρουσιάσει κάποια πρόταση - σύμβολο, που να αποτελεί σημείο συσπείρωσης και παντιέρα για τον κόσμο του. Τα περί σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης που θα συγκροτήσει με 13%, ηχούν μάλλον χιουμοριστικά και αφαιρούν κύρος.
Από την άλλη, έχει όντως παρουσιάσει προτάσεις τρέχουσας διαχείρισης, οι περισσότερες των οποίων διέπονται από λογική και ρεαλισμό. Μόνο που οι προτάσεις αυτές στη μετριοπάθειά τους μοιάζουν αρκετά χλομές για να προσελκύσουν τη δημοσιότητα και να του προσδώσουν ηγετικό φωτοστέφανο, όταν παρατίθενται δίπλα στον κραυγαλέο λαϊκισμό και την επικοινωνιακή εντυπωσιοθηρία του ΣΥΡΙΖΑ.
Ένιωθε την πίεση από τη στασιμότητα των δημοκοπικών δεικτών, χρειαζόταν ένα παρόμοιας εντάσεως πυροτέχνημα, και κατέληξε να υιοθετήσει αυτό του ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο που με αυτή την υιοθέτηση έδωσε την αίσθηση ότι μετετράπη σε παρακολούθημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και στον Τσίπρα τη δυνατότητα να παρουσιάζεται ως αρχηγέτης της Κεντροαριστεράς.
Σε ένα σημείο είχε δίκιο ο Ανδρουλάκης. Όταν επεσήμανε πως οι υπουργοί «έχουν κατεβάσει τα μολύβια». Όμως αυτό ήταν ασθενές μετά την τελευταία παραίνεση του Πρωθυπουργού προς τους υπουργούς: «Αν κάποιοι από εσάς πιστεύετε ότι χρειάζεστε περισσότερο χρόνο για να προετοιμαστείτε προεκλογικά μην διστάσετε να μου το πείτε. Μπορώ να σας απαλλάξω από τα καθήκοντά σας, ώστε να αφοσιωθείτε αποκλειστικά και μόνο στην προετοιμασία των εκλογών».
Η δήλωση Ανδρουλάκη όμως είχε και εσωτερικό αντίκτυπο. Δυσαρέστησε αρκετούς στο ΚΙΝΑΛ. Όλους εκείνους που δεν σκοπεύουν να συρθούν πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ και να αποτελέσουν τα υποπόδιά του. Η πλειοψηφία αυτών των οπαδών που παρέμενε αταλάντευτη στα πέτρινα χρόνια, δεν θέλουν να ακούσουν για ΣΥΡΙΖΑ. Έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί του από τις εποχές της ανελέητης και αήθους επίθεσης που δέχτηκαν.
Εξ ου και το θέμα των συνεργασιών για το εσωτερικό του κόμματος, θα είναι το ουσιώδες που θα έχει να λύσει ο Ανδρουλάκης στο συνέδριο. Και να το λύσει άπαξ και οριστικά. Το πρωτεύον ωστόσο, ασχέτως συνεδρίου, είναι τα δικά του δημόσια αιτήματα να μην μιμούνται τα πυροτεχνήματα του ΣΥΡΙΖΑ.