Μετά από μία υψηλής έντασης προεκλογική εκστρατεία, με ρητορική άκρως καταγγελτική απέναντι στην κυβέρνηση και προσωπικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη, με την τραγωδία των Τεμπών, την ακρίβεια και το κράτος δικαίου στην «πρώτη γραμμή», ο Νίκος Ανδρουλάκης οδήγησε το ΠΑΣΟΚ στις κάλπες των ευρωεκλογών, διακηρύσσοντας τον στόχο του να ανατρέψει τα δεδομένα των εθνικών εκλογών του περασμένου Ιουνίου, να «εξοστρακίσει» από την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης τον ΣΥΡΙΖΑ και να βρεθεί εκείνος στη δεύτερη θέση, με ένα ποσοστό, μάλιστα, που θα έθετε τις βάσεις επαναφοράς του κόμματος σε τροχιά διακυβέρνησης.
Το αποτέλεσμα της κάλπης απείχε παρασάγγας από τους διακηρυγμένους στόχους του προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Και, όπως ήταν φυσικό, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για τη Χαριλάου Τρικούπη.
Οι πολίτες έδωσαν στο ΠΑΣΟΚ το ποσοστό του 12,79%, ποσοστό, που αντιστοιχεί σε 508.399 ψήφους. Μπορεί στατιστικά, η Χαριλάου Τρικούπη να κερδίζει 1%, καθώς στις εθνικές εκλογές του 2023 είχε λάβει 11,84%, ωστόσο σε απόλυτους αριθμούς, το ΠΑΣΟΚ έχασε σχεδόν 109 χιλιάδες ψηφοφόρους, καθώς τον περασμένο Ιούνιο είχε ψηφιστεί από 617.487 πολίτες.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης μπορεί να δήλωσε το βράδυ της Κυριακής ικανοποιημένος, ωστόσο τα στελέχη του άρχισαν από την ίδια ώρα, να αφήνουν σαφείς αιχμές για την πορεία του κόμματος. Χαρακτηριστική του κλίματος, που διαμορφώνεται, ήταν η δημόσια αντιπαράθεση της Νάντιας Γιαννακοπούλου και του Παναγιώτη Δουδωνή, στενού συνεργάτη του προέδρου του ΠΑΣΟΚ.
Η Νάντια Γιαννακοπούλου δήλωσε ότι όλα είναι προς συζήτηση μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, ερωτηθείσα για το αν μπορεί να τεθεί ακόμη και θέμα ηγεσίας, με τον κ. Δουδωνή να την κατηγορεί ότι είχε έτοιμη τη δήλωση και να βάζει στο στόχαστρο στελέχη, που ασκούν κριτική κατηγορώντας τα ότι δημιουργούν μια συζήτηση εσωστρέφειας, με συγκεκριμένο στόχο.
Το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ δεν είναι μόνο στα ποσοστά και τον αριθμό των πολιτών, που το εμπιστεύονται. Είναι και η δυσκολία του να απευθυνθεί σε ολόκληρη την εκλογική βάση.
Τα ποσοστά του είναι υψηλότερα στην περιφέρεια από ότι στα αστικά κέντρα -για παράδειγμα δύο νομοί της Κρήτης- Ηράκλειο όπου κατάφερε να αυξήσει κατά 13,43% τα ποσοστά του και Λασίθι, όπου αντίστοιχα το ποσοστό του αυξήθηκε κατά 14,30%, «βάφτηκαν» πράσινοι μετά από 12 χρόνια- αλλά το «αγκάθι» της Αττικής παραμένει, καθώς εκεί το ΠΑΣΟΚ συγκεντρώνει μονοψήφια ποσοστά, όπως και σε άλλες αστικές περιοχές, όπως η Α’ Θεσσαλονίκης.
Στη Χαριλάου Τρικούπη σχολιάζουν ότι πέτυχαν την δεύτερη θέση σε 19 νομούς της χώρας και βάζουν θετικό πρόσημο στο γεγονός ότι τα exit polls έδειξαν ότι ένα μεγάλο μέρος των κεντρώων ψηφοφόρων στράφηκαν προς το ΠΑΣΟΚ. Αντιθέτως, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη συνεχίζει να «πάσχει» στους νέους, όπου καταγράφει μονοψήφια ποσοστά, αλλά και στους εκλογείς του εξωτερικού, όπου το ποσοστό του ήταν μόλις 7,27%.
Το ερώτημα είναι αν αυτά τα εκλογικά ποσοστά και οι εσωκομματικές τριβές, που αναπτύσσουν, θα οδηγήσουν σε περεταίρω αλλαγές, αν θα υπάρξει ζήτημα ηγεσίας για τον χώρο του ΠΑΣΟΚ, τρία χρόνια μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Νίκο Ανδρουλάκη και αν ναι, από ποιον θα τεθεί. Στις άτυπες συζητήσεις, τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που δηλώνουν ότι το κόμμα «δεν προχωράει», όπως λένε χαρακτηριστικά, πληθαίνουν, χωρίς κανένας, ωστόσο, να θέτει το ζήτημα δημοσίως, έως τώρα.
Το ενδιαφέρον στρέφεται στη συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου, την ερχόμενη εβδομάδα, αλλά και στη συνεδρίαση της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής μέσα στον Ιούνιο. «Καταλύτης» θα είναι και η συζήτηση, που φαίνεται να ανοίγει, για την ανασυγκρότηση του χώρου της κεντροαριστεράς.
Μια συζήτηση, που ξεκινά και από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως τους κυρίους Τεμπονέρα και Κοτσακά. Ο Νίκος Ανδρουλάκης, ο οποίος προανήγγειλε πρωτοβουλίες για συνομιλίες με τις προοδευτικές δυνάμεις, χωρίς να τις προσδιορίζει, μιλά για προγραμματικό διάλογο, ωστόσο, το καίριο ερώτημα παραμένει για το ποιος θα μπορούσε να ηγηθεί μιας τέτοιας προσπάθειας.