Επειδή ο λαϊκισμός και οι πολυάριθμοι εκπρόσωποι του μέσα στις τάξεις της ευρωπαϊκής πολιτικής, έχουν ήδη «καβαλήσει» τις κινητοποιήσεις των αγροτών προκειμένου να υπηρετήσουν διάφορες ατζέντες εθνικού και ευρύτερου χαρακτήρα, καλό είναι να δούμε τα δεδομένα.
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική απορροφά τη μερίδα του λέοντος από τον προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για το 2024 διατίθενται 53,8 δισεκατομμύρια ευρώ σε σύνολο ετήσιου προϋπολογισμού 189 δισ. ευρώ. Επιπλέον 1.1 δισ. αφορούν το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας, Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας.
Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης, αξίζει να συγκρατήσουμε ότι από τον ευρωπαϊκό κορβανά, μόλις 2,4 δισ. ευρώ πάνε για το περιβάλλον και τη δράση για το κλίμα και 1,5 δισ. ευρώ για το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης. Μόλις 230 εκατ. ευρώ διατίθενται για τον μηχανισμό πολιτικής προστασίας (rescEU).
Η αξία και η δύναμη των Ευρωπαίων αγροτών, αποτυπώνεται στο ιλιγγιώδες ποσό των σχεδόν 54 δισ. ευρώ μόνο για το ‘24 και στο πανό που κρατούσαν σε μια από τις δυναμικές διαδηλώσεις στη Γερμανία που έγραφε: «Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι είμαστε εμείς που παράγουμε τα τρόφιμα».
Οι Βρυξέλλες και οι εθνικές κυβερνήσεις, έχουν απέναντί αυτούς που παράγουν τα τρόφιμα, τα οποία καταναλώνουν οι πολίτες και προϊόντα εξαγωγών, που στηρίζουν τις οικονομίες τους.
Η ισχύς των αγροτών είναι σχεδόν απροσμέτρητη και ως τέτοια καταγράφεται τις τελευταίες μέρες στους δρόμους της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Πολωνίας, της Ιταλίας αλλά και της Ελλάδας.
Εκκινώντας από τη βάση ότι υπάρχουν σοβαρά προβλήματα και αρκετά λογικά αιτήματα - ειδικά των Ελλήνων αγροτών στη Θεσσαλία που σαρώθηκε από την αδιανόητη κακοκαιρία - η αμφισβήτηση της ΚΑΠ και της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, που σχετίζεται με τη γεωργία και τον πρωτογενή τομέα, μας εισάγει σε ένα φαύλο κύκλο.
Οι αγρότες που ζουν, εργάζονται και παράγουν στο ΣΗΜΕΡΑ, αγανακτούν διότι καλούνται να τηρήσουν με αυστηρώς προσδιορισμένο τρόπο, «πράσινους» κανόνες. Να λάβουν μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, να ενταχθούν σε οικολογικά σχήματα, να σταματήσουν να λαμβάνουν π.χ επιδοτήσεις για βοσκοτόπια χωρίς ζώα.
Ο στρατηγικός στόχος των Βρυξελλών είναι να διασφαλιστεί «η βιώσιμη χρήση φυσικών πόρων», η επισιτιστική ασφάλεια ενόψει της κλιματικής αλλαγής και απώλειας της βιοποικιλότητας, η μείωση του περιβαλλοντικού και κλιματικού αποτυπώματος του συστήματος τροφίμων, και τη μετάβαση από το «αγρόκτημα στο πιάτο».
Η φωνή του αγρότη που φωνάζει για το αυξημένο κόστος στο πετρέλαιο, την καταστροφή της καλλιέργειας του, για την αδυναμία του να τα βγάλει πέρα, ακούγεται και είναι λογικό, ηχηρότερα από τις προειδοποιήσεις ότι η κλιματική κρίση κουβαλάει μαζί της την εφιαλτική προοπτική της επισιτιστικής ανασφάλειας.
Με τους αγρότες της Θεσσαλίας στο δρόμο, ο business as usual λαϊκισμός των κομμάτων της αντιπολίτευσης ήταν προβλέψιμος.
Αδυνατεί όμως, να δημιουργήσει προοπτική σε αυτούς τους οποίους απευθύνεται και δεν πλήττει όσο αναμένουν την κυβέρνηση αλλά τους ιδίους.
Διότι υπάρχουν τα δεδομένα.
Το κόστος της καταστροφής στη Θεσσαλία, συνεπεία της θεομηνίας Daniel υπολογίζεται συνολικά στα 3,3 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι αποζημιώσεις σε περίπου 16.400 αγρότες, κτηνοτρόφους και επιχειρήσεις αγγίζουν το 1 δισεκατομμύριο ευρώ. Τα τελευταία 4 χρόνια δόθηκαν μέσω του ΕΛΓΑ πάνω από 1 δισεκατομμύριο αποζημιώσεις.
Ο πρωθυπουργός χθες, εξήγγειλε ακόμη έξι νέα μέτρα ενίσχυσης τους. Επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο αγροτικό πετρέλαιο και το 2024, πρόσθετη έκπτωση 10% για πέντε μήνες στο αγροτικό ρεύμα μέχρι τη ρύθμιση χρεών των Τοπικών και Γενικών Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ, ΓΟΕΒ), που φτάνουν σήμερα τα 87 εκατ. ευρώ.