Από τον Απρίλιο του 2016 ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρεί να «κολλήσει» την ταμπέλα του... ακροδεξιού στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και παρότι η πλειοψηφία του ελληνικού λαού απάντησε στις εκλογές του Ιουλίου του 2019 και συνεχίζει να δείχνει εμπιστοσύνη στον σημερινό πρωθυπουργό, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εμμένει σε αφήγημα που έχει πλέον καταρρεύσει.
Η διαγραφή του Κωνσταντίνου Μπογδάνου για τα όσα είπε στη Βουλή αποτελεί σαφές μήνυμα εν αντιθέσει με τη διαχρονική στάση του επικεφαλής της Κουμονδούρου.
Τρεις μήνες μετά την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στη θέση του προέδρου της ΝΔ η δυναμική που άρχισε να καταγράφει το κόμμα της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε θορυβήσει την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Η ανάσυρση από τα συρτάρια ενός «ακροδεξιού» αφηγήματος μετατράπηκε σε βασική γραμμή αντιμετώπισης και ο τότε πρωθυπουργός εμφανίστηκε στη Βουλή να δηλώνει ότι η ΝΔ «επιδιώκει να αναδείξει ακροδεξιά ατζέντα, με στόχο να ψαρέψει στα θολά νερά ενός ακροδεξιού ακροατηρίου».
Έκτοτε, επί 5,5 συναπτά έτη και με κάθε αφορμή ο Αλέξης Τσίπρας επισείει τον μπαμπούλα μιας «ακροδεξιάς» ΝΔ σε μια απέλπιδα προσπάθεια δημιουργίας ενός «αντιδεξιού μετώπου» και της επαναφοράς εμφυλιοπολεμικών διλημμάτων περί αριστεράς και δεξιάς, αδυνατώντας να αντιμετωπίσει στο πολιτικό πεδίο των προτάσεων και των θέσεων τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η περίπτωση της συμφωνίας με τη Γαλλία που αναμένεται να εγκριθεί σήμερα από τη Βουλή είναι χαρακτηριστική με τα έωλα αρνητικά επιχειρήματα του ΣΥΡΙΖΑ και τη στάση του Αλέξη Τσίπρα να αναδεικνύουν την ένδεια πραγματικού πολιτικού αφηγήματος και ενός σχεδίου εκ νέου διεκδίκησης της εξουσίας με προτάσεις και πρόγραμμα.
Στο πλαίσιο αυτό το αφήγημα της «ακροδεξιάς» και του «ακροδεξιού» πρωθυπουργού οδηγεί σε ένα ακόμη πολιτικό αδιέξοδο με την περίπτωση της διαγραφής του Κωνσταντίνου Μπογδάνου να αναδεικνύει και τη διαφορά μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη και το Αλέξη Τσίπρα. Ο πρωθυπουργός προχωρώντας στη διαγραφή του βουλευτή έστειλε σαφές μήνυμα προς όλες τις πλευρές αναφορικά με τον φιλελεύθερο κεντροδεξιό προσανατολισμό της ΝΔ.
Απέδειξε με εκκωφαντικό τρόπο ότι δεν υπαναχωρεί τόσο στον ιδεολογικό όσο και στον πολιτικό στόχο του αναφορικά με την πορεία του κόμματος και της χώρας. Έχοντας πετύχει την κυριαρχία στο κέντρο, που αποκαλείται και μεσαίος χώρος και έχοντας καθιερώσει την κυριαρχία του κόμματος στο χώρο της δεξιάς-κεντροδεξιάς κινείται χωρίς τον φόβο των ακραίων κινήσεων που γίνονται με τις ευλογίες της πρώτης φοράς αριστερά.
Μιας αριστεράς, οι εκπρόσωποι της οποίας ακόμη και σήμερα αδυνατούν να κατανοήσουν τους λόγους για τους οποίους ακόμη και η φυσική φθορά μιας κυβέρνησης και ενός πρωθυπουργού δύο χρόνια μετά τις εκλογές δεν μετατρέπεται σε κέρδος για την ίδια και τον αρχηγό της που παραμένει εγκλωβισμένος σε μια ρητορική άλλων εποχών.
Στην παρούσα φάση το κυβερνών κόμμα είναι το μόνο που έχει σχέδιο για τον απεγκλωβισμό της χώρας από τη μέγγενη της πανδημίας και των επιπτώσεων της και αυτό δύσκολα περνά απαρατήρητο από τον μέσο ψηφοφόρο που αδιαφορεί για εμφυλιοπολεμικά διλήμματα, από όποια πλευρά και αν αυτά προέρχονται.
Η κοινωνία έχει ήδη προχωρήσει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε πως θα συνεχίσει με αυτούς που μπορούν να ακολουθήσουν το νέο ρεύμα σε μια προοπτική αλλαγής σελίδας, αφήνοντας ρητορικές του παρελθόντος να αποτελούν πολιτικό μοτίβο άλλων κομματικών μηχανισμών.
Από την άλλη ο Αλέξης Τσίπρας την ώρα που κατηγορεί, ακόμη και σήμερα, τον πρωθυπουργό δείχνει έρμαιο των εσωκομματικών του μηχανισμών και τάσεων, αποφεύγοντας, ίσως και αδυνατώντας, να βάλει τέλος σε ακραίες τάσεις εντός του κόμματός του.
Από τον «αψύ» Κρητικό Π. Πολάκη που με ύβρεις και ακραίους χαρακτηρισμούς απειλεί πως την δεύτερη φορά θα είναι αλλιώς μέχρι τα στελέχη που έτρεχαν στις πορείες στήριξης του αρχιεκτελεστής της 17Ν και τους βουλευτές που δήλωναν, όπως για παράδειγμα ο Θ. Δρίτσας ότι «κανείς δεν έχει τρομοκρατηθεί από τη 17 Νοέμβρη».
Ή αυτούς που υποστηρίζουν ότι ο Ρουβίκωνας και οι ακροαριστερές οργανώσεις που τρομοκρατούν και απειλούν είναι «δικά μας παιδιά» και «ημιπιτσιρικάδες».
Σε καμία περίπτωση ο Αλέξης Τσίπρας δεν έλαβε καν αποστάσεις από ακραίες συμπεριφορές. Με την επίκληση ότι στον ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει η λογική των διαγραφών αλλά του... διαλόγου.
Λογική που όμως δεν ίσχυσε για τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης Στ. Κοντονή ο οποίος είδε τον δρόμο της εξόδου αφού επέκρινε την αλλαγή του ποινικού κώδικα επί ΣΥΡΙΖΑ και αποκάλυψε πως συνέβαλε στο να υποστούν μικρότερες και ευνοϊκότερες ποινές τα ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής κατά τη δίκη τους ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης.