Τις τελευταίες τέσσερις ημέρες η τιμή, αλλά και η συσκευασία της…φέτας έχουν αναδειχθεί στο πιο πολυσυζητημένο οικονομικό μέγεθος και πολιτικό διακύβευμα της χώρας. Μιας χώρας με υπαρκτό το πρόβλημα της ακρίβειας και των πληθωριστικών πιέσεων, κυρίως στα είδη διατροφής, μιας χώρας, στην οποία οι πολίτες παρακολουθούν να «εκτοξεύονται» από την αντιπολίτευση στον δημόσιο διάλογο δελεαστικές προτάσεις περί μείωσης και κατάργησης άμεσων και έμμεσων φόρων, με την κυβέρνηση να απαντά, επιχειρώντας να βάλει στη συζήτηση την αμείλικτη πραγματικότητα των αριθμών.
Η συζήτηση για την αντιμετώπιση της ακρίβειας γίνεται σε ένα περιβάλλον, που επιμένει να αγνοεί συγκεκριμένες αλήθειες. Όπως για παράδειγμα, ότι στην ελληνική αγορά δε λειτουργεί ή λειτουργεί με στρεβλώσεις, ο ανταγωνισμός, καθιστώντας ουσιαστική την επιχειρηματολογία περί καρτέλ και πολυεθνικών εταιρειών, ότι η φοροδιαφυγή συνεχίζεται, μετατρέποντας σε «σιγουράκι» για τα έσοδα του κράτους τους έμμεσους φόρους, ελλείψει ελεγκτικών μηχανισμών ή ότι ακόμη και η κατάργηση του ΦΠΑ για να φθάσει στον καταναλωτή, θα πρέπει να συνομολογήσουν επ’ αυτού παραγωγοί, χονδρέμποροι, έμποροι λιανικής, με αβέβαιο τελικά το αποτέλεσμα. Η συζήτηση για όλα αυτά περιορίζεται στο αν θα πρέπει η τιμή της φέτας να έχει αναφορά στο κιλό ή το μισόκιλο.
Η πολιτική αντιπαράθεση για τη φέτα -με την κυβέρνηση να κατηγορεί για πολιτική εξαπάτηση τον Στέφανο Κασσελάκη και η Κουμουνδούρου για παραπλάνηση τον πρωθυπουργό- ήρθε στη συνέχεια της κοστολόγησης του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ για την αντιμετώπιση της ακρίβειας και τους νέους φορολογικούς συντελεστές, το οποίο –κατά το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους- κοστολογείται σε 45,8 δισεκατομμύρια ευρώ, σε βάθος τετραετίας.
Το κυβερνητικό επιτελείο, εκτός από τους αριθμούς, διαπιστώνει και σειρά άλλων στοιχείων στο πρόγραμμα αυτό, που μπορούν να οδηγήσουν, εκτός από τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, σε αποτροπή των επενδύσεων και ενθάρρυνση της φοροδιαφυγής. Σε ανάρτησή του ο Άκης Σκέρτσος αναφέρει χαρακτηριστικά δύο παραδείγματα.
Αφενός τους διαφοροποιημένους συντελεστές φορολογίας εισοδήματος επιχειρήσεων, που το πρόγραμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προτείνει -στο 17% για τις επιχειρήσεις με κερδοφορία έως 220.000 και στο 24% για τις επιχειρήσεις με κερδοφορία άνω των 220.000- γεγονός, που όπως επισημαίνει, σε μια οικονομία που χαρακτηρίζεται ακόμη από αδύναμη κουλτούρα πληρωμών και φορολογικής συνείδησης, θα δημιουργούσε το τέλειο κίνητρο ώστε οι επιχειρήσεις να δηλώνουν λιγότερα έσοδα και μικρότερα κέρδη, αφετέρου την πρόβλεψη του προγράμματος για κατάργηση των μερισμάτων και ενσωμάτωση της φορολογίας τους στην κλίμακα της φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, παρά τα στοιχεία, που δείχνουν ότι από τη στιγμή, που η φορολογία μερισμάτων μειώθηκε στο 5%, τα έσοδα του δημοσίου αυξήθηκαν άνω των 230 εκατ. ευρώ.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η προεκλογική ατζέντα των τελευταίων ημερών, επαναφέρει στο προσκήνιο και τη συζήτηση περί τοξικότητας και λαϊκισμού.
Η Νέα Δημοκρατία έχει ήδη μιλήσει για χυδαιότητα, που αποτελεί τη συνεκτική ουσία μεταξύ Στέφανου Κασσελάκη και Κυριάκου Βελόπουλου, ανατρέχοντας στη συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να δηλώνει σε συνέντευξή του στο podcast «The Rest is Politics», ότι «οι Έλληνες ήμασταν οι πρώτοι που πειραματιστήκαμε με τον λαϊκισμό. Στην πραγματικότητα φέραμε τους λαϊκιστές στην εξουσία το 2015», κατηγορώντας την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ότι παράτεινε με την πολιτική της την οικονομική κρίση του 2009 και χαρακτηρίζοντας τον Αλέξη Τσίπρα ως τον ορισμό του λαϊκιστή πολιτικού.
Στο Μέγαρο Μαξίμου αναγνωρίζουν ότι η οικονομία είναι το «ατού» της κυβέρνησης, όταν συγκρίνεται, μάλιστα, με την εναλλακτική πρόταση, που υπάρχει στο πολιτικό σκηνικό. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέδωσε, μάλιστα, στην πορεία της οικονομίας και το ποσοστό των εθνικών εκλογών, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι αυτό, που έφερε το 41% ήταν «η ικανότητα να ενώσουμε ψηφοφόρους που είναι παραδοσιακοί δεξιοί ψηφοφόροι, οι οποίοι ενδιαφέρονται πολύ για τα πιο πατριωτικά ζητήματα, με πιο προοδευτικές, κεντρώες ομάδες πολιτών», με συγκολλητική ουσία τις καλές επιδόσεις της οικονομίας.
Δίνοντας το στίγμα και της επόμενης ημέρας, σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «αν η οικονομία δεν πηγαίνει καλά, αν δεν υπάρχει ανάπτυξη, αν δεν μειώσουμε την ανεργία, αν δεν αυξήσουμε τους μισθούς, τότε είναι πολύ δύσκολο να καλλιεργηθεί το περιβάλλον για τη συνέχιση αυτής της πολιτικής συμμαχίας».
Στο κυβερνητικό επιτελείο κάνουν λόγο για μια σχέση εμπιστοσύνης της κυβέρνησης με τους πολίτες, υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά «δεν θα ξαναχρεοκοπήσουμε από τις ψεύτικες και λαϊκίστικες υποσχέσεις της αντιπολίτευσης», την στιγμή, που ο πρωθυπουργός ζητά από την εκλογική βάση της Νέας Δημοκρατίας να στείλει μήνυμα σταθερότητας, συνέχειας και σκληρής δουλειάς, ώστε η κυβέρνηση να εξακολουθεί να έχει την ισχυρότερη δυνατή νομιμοποίηση για να μπορεί να συνεχίσει τις μεγάλες αλλαγές που έχει δρομολογήσει.