Του Γιάννη Σιδέρη
Για δεύτερη φορά χθες απαγορεύτηκε στους δημοσιογράφους να παρακολουθήσουν και να καταγράψουν την… αποσυμφόρηση -όπως ονομάζει ο ανώδυνος politically correct ορισμός της κυβερνητικής ευρεσιτεχνίας- τη διάλυση του καταυλισμού της Ειδομένης, και τη μεταφορά των προσφύγων / μεταναστών, σε χώρους φιλοξενίας. (Σωστή κατά τα άλλα και καθυστερημένη ως ενέργεια).
Η καταγραφή της «επιχείρησης» επετράπη να γίνει μόνο από την ΕΡΤ και το Κρατικό Πρακτορείο Ειδήσεων, για ευνόητους λόγους: Την παρουσίαση των γεγονότων, στρογγυλεμένων, φιλτραρισμένων από κάθε ακρότητα, ένταση και αντίσταση, που θα μπορούσε -και θα ήταν φυσικό- να συμβεί, ανάμεσα στους απελπισμένους με το ματαιωμένο όνειρο της Κεντρικής Ευρώπης και τις δυνάμεις καταστολής, οι οποίες έπρεπε να υλοποιήσουν μια ειλημμένη κυβερνητική απόφαση.
Ο αποκλεισμός του σύμπαντος της ενημέρωσης (ιδιωτικά κανάλια, φωτορεπόρτερ, εφημερίδες, ραδιόφωνα, sites) αποσκοπούσε στο να μην απογυμνωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ από τον διεθνιστικό, αντιεξουσιαστικό, αντιαυταρχικό, αντιαστυνομικό, μύθο που αυτάρεσκα έχει ενδυθεί επί τόσα χρόνια. Πλέον τον απεκδύεται εμπράκτως, εφαρμόζοντας - πάντα με τύψεις, κλαυθμούς και οδυρμούς - όσα η ανάγκη διατήρησης της εξουσίας του επιβάλλει.
Για την απαγόρευση των ΜΜΕ να έχουν πρόσβαση σε ένα γεγονός που δεν άπτετο θεμάτων εθνικής ασφάλειας - το μόνο κατά της ταπεινή μας γνώμη που θα ήταν κατανοήσιμο – οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των δημοσιογράφων, που τόσο εύκολες έχουν τις απεργίες, δεν κήρυξαν ούτε στάση εργασίας έστω, στην ΕΡΤ και το ΑΠΕ, διαμαρτυρόμενες για την αυταρχική, αν όχι αντιδημοκρατική, (οι δυο έννοιες δεν ταυτίζονται) πρακτική της κυβέρνησης, που πλήττει ευθέως την ενημέρωση.
Η επίθεση στην ενημέρωση έχει προϊστορία
Κάποιοι δεν εκπλαγήκαμε καθόλου με την κυβερνητική απαγόρευση.
Η επίθεση του ΣΥΡΙΖΑ στο δημοσιογραφικό κόσμο, έχει αρχίσει από παλιά, με στόχο την απαξίωσή του, υπό το πρόσχημα πάντα ότι αυτός τελεί σε ρόλο υπηρέτου της διαπλοκής (αυτής της διαπλοκής, της οποίας ένα επιφανές μέλος της, συναντήθηκε με τον νυν πρωθυπουργό, ενώπιον μιας γάτας Ιμαλαίων).
Η επίθεση κορυφώθηκε σε σημείο παροξυσμού, κατά τη διάρκεια των χρόνων του μνημονίου. Δεν αρκούσε - καν - κάποιος επαγγελματίας της ενημέρωσης να είναι αντιμνημονιακός. Έπρεπε να ασπάζεται απολύτως την κομματική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, διαφορετικά υφίστατο διαδικτυακό λιντσάρισμα, ως τσιράκι των αφεντικών, ως εχθρός του λαού, ως νενέκος, και άλλα συναφή και εύοσμα. Αν παρεμπιπτόντως ήταν και μνημονιακών απόψεων, μαύρο φίδι που τον έτρωγε…
Και όλα αυτά, πέραν της προσωπικής γνώσης, όπως έχει καταδείξει (ακροθιγώς) και η εκπομπή του τότε δημοσιογράφου Σταύρου Θεοδωράκη, εκπορεύονταν από την Κουμουνδούρου. Στην συνέχεια εξαπλώνονταν, διασπείρονταν και ανατροφοδοτούνταν μεγεθυνόμενα, δημιουργώντας κλίμα στο κοινωνικό σώμα, και αποκτώντας κάποια στιγμή την δική τους αυτόνομη καταγγελτική δυναμική, ανεξάρτητα και από την πηγή τους.
Είχαμε φτάσει στο οξύμωρο και τραγελαφικό, δημοσιογράφοι, που κατ΄εντολήν αποτελούσαν διοχετευτικά κανάλια της κομματικής γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ στα ΜΜΕ και τα social media, να πλασάρονται - και να εκλαμβάνονται - ως αμύντορες της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας! Και επιπροσθέτως, όντας κομματικά όργανα, να έχουν το θράσος να επιτίθενται κατά συναδέλφων τους, χαρακτηρίζοντάς τους «πουτανάκια των δανειστών»!
Σαφώς η διαπλοκή και το υπηρετικό της προσωπικό υπήρξε, όπως σε όλες τις δουλειές άλλωστε. Αλλά πρώτη φορά υπήρχε στοχοποίηση του δημοσιογραφικού κόσμου εν συνόλω, ή τουλάχιστον εκείνων των τμημάτων του που ευθαρσώς και δημοσίως δεν αποδέχονταν την απλοϊκή ρητορική και τις απλοϊκές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ – το πόσο απλοϊκές ήταν το κατέδειξε η στροφή 180 μοιρών και η ψήφιση του νομοσχεδίου την Κυριακή.
Δεν είναι γεγονότα εν οίκω
Όλα αυτά είναι πολιτικό πρόβλημα και δεν αποτελούν γεγονότα εν οίκω. Αν αποτελούσαν, η στήλη δεν θα απασχολούταν, καθώς ο γράφων δεν αρέσκεται σε αναφορές στα της δημοσιογραφίας, για λόγους αρχής: Δεν αναγνωρίζει στον εαυτό του το δικαίωμα να είναι, ή να παριστάνει, τον τιμητή κανενός. Κριτής και τιμητής είναι το κοινό στο οποίο ο καθείς απευθύνεται. (Ειρήσθω εν παρόδω, ο γράφων είναι σε θέση να γνωρίζει, χωρίς να υπερβάλλει, ότι η συντριπτική, συντριπτικότατη, πλειοψηφία των δημοσιογράφων ανταποκρίνεται με τιμιότητα και αξιοπρέπεια στην δεοντολογία που το επάγγελμα επιβάλει. Αλλά η συριζαίϊκη προπαγάνδα τους έχει απαξιώσει όλους συλλογικά).
Αν σήμερα η στήλη ασχολήθηκε, οφείλεται στην επανάληψη της απαγόρευσης της Ειδομένης. Η ανοχή που επιδεικνύουν οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι που συγκροτούν τα ανώτατα συνδικαλιστικά όργανα των δημοσιογράφων, είναι ανοχή προς την αυθαιρεσία της εξουσίας. Αφενός δεν τους τιμά, αφετέρου προοιωνίζεται ανοχή σε αυταρχικότερες συμπεριφορές στο μέλλον.
Σε ένα τέτοιο κλίμα, όπου αναιρούνται τα αυτονόητα από τον ίδιο το δημοσιογραφικό κόσμο, γιατί να μην ανοίξει η όρεξη της κυβέρνησης και για μελλοντικές απαγορεύσεις;