Ήμουν κι εγώ εκεί. Μαζί με τον ανήλικο τότε γιο μου και μερικούς φίλους. Όχι, δεν συμμετείχαμε στην πορεία. Διαφωνούσαμε πολιτικά με τους στόχους, τα αιτήματα, τη μεθοδολογία και, κυρίως, το μίσος.
Αφού κάναμε μια βόλτα στα βιβλιοπωλεία της Σόλωνος, κατηφορίζαμε προς τη γειτονιά στο κέντρο της Αθήνας, όπου ζούσα την εποχή εκείνη. Ήμασταν μάρτυρες της επίθεσης που εξαπέλυσε η αγέλη των λυσσασμένων κουκουλοφόρων. Είδαμε το πλήθος από κάτω να φωνάζει «να καείτε!», είδαμε ανθρώπους να εμποδίζουν τα οχήματα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας να περάσουν για να κατασβήσουν τη φωτιά. Ήμασταν μάρτυρες του μεγαλύτερου εγκλήματος της τελευταίας εικοσαετίας.
Θυμάμαι ακόμη, τις επόμενες ημέρες, διάφορους να βγαίνουν και να επιρρίπτουν την ευθύνη στην τράπεζα, στους εργαζόμενους, στα θύματα. Ήταν η αποθέωση της τυφλής βίας, με πολιτικό πρόσημο∙ αριστερό.
Πέρασαν έκτοτε δεκατρία ολόκληρα χρόνια. Στο διάστημα αυτό, η χώρα, η κοινωνία, έζησε σκληρές στιγμές, γνώρισε την λατρεία του αίματος, του θανάτου και του μίσους. Με πρόσχημα έναν ψευδεπίγραφο ανθρωπισμό και επιχείρημα ένα ανύπαρκτο ηθικό πλεονέκτημα, έχουν διαπραχθεί στη χώρα μας τερατώδη ηθικά εγκλήματα.
Κανένα, όμως, δεν συγκρίνεται με την αέναη δολοφονία της μνήμης των θυμάτων.
Με μεγάλη καθυστέρηση, μόλις πριν δύο χρόνια η πολιτεία θέλησε να τιμήσει τη μνήμη των αθώων θυμάτων της Marfin, τοποθετώντας το μνημείο στον τόπο της θυσίας τους. Μια στήλη και μία πλάκα με τα ονόματά τους. Για να την βλέπουν οι περαστικοί, να θυμούνται το γεγονός, να τιμούν τη μνήμη και να αναλογίζονται πόσο εύθραυστο πολίτευμα είναι η Δημοκρατία.
Το μνημείο αυτό είναι καρφί στο μάτι εκείνων που οργανωμένα και μεθοδικά δολοφόνησαν τους αθώους αυτούς ανθρώπους, γι’ αυτό και με κάθε ευκαιρία, φροντίζουν να το βεβηλώσουν και να το καταστρέψουν.
Δεν τους αρκεί το γεγονός πως σκότωσαν αθώους, θέλουν να σβήσουν και τη μνήμη τους από την κοινωνική συνείδηση και ιστορία. Ουσιαστικά, μιλάμε για τους δύο θανάτους των θυμάτων, πρώτα τον φυσικό και δεύτερον, εκείνον της μνήμης τους. Παρόμοια τακτική ακολούθησαν οι δύο μεγάλοι ολοκληρωτισμοί του 20ου αιώνα απέναντι στα θύματά τους. Δεν τους αρκούσε η φυσική εξόντωσή τους, αλλά έκαναν και κάθε προσπάθεια να σβήσουν κάθε ίχνος που μαρτυρούσε το πέρασμά τους από τη ζωή τούτη.
Στην πραγματικότητα, τόσο οι φυσικοί, όσο και οι ηθικοί αυτουργοί αυτής της άνανδρης δολοφονίας, δεν είναι τίποτα άλλο από πλάσματα ενός κόσμου σκοτεινού, σκοτεινού και ολοκληρωτικού, όπου η ανθρώπινη ζωή δεν έχει την παραμικρή αξία και σημασία, αν δεν εξυπηρετεί έναν «υψηλό σκοπό». Δισέγγονα του Ρώσου αναρχικού Νετσάγιεφ είναι, συγγραφέα του βιβλίου «Η κατήχηση του επαναστάτη», ο οποίος ενέπνευσε τον Φ. Μ. Ντοστογιέφσκι να γράφει το συγκλονιστικό μυθιστόρημά του «Δαίμονες».
Χωρίς την παραμικρή τύψη, με ανύπαρκτη ηθική υπόσταση, κινούνται αγελαία στο σκοτάδι και στον υπόνομο της κοινωνίας, γνωρίζοντας πολύ καλά πως στο φως της ημέρας θα αποκαλυφθεί η ηθική και πολιτική τους γύμνια.
Η κοινωνία και η πολιτεία σκύβει με συντριβή και σεβασμό μπροστά στο μνημείο των αθώων θυμάτων. Δεν κάνουν, όμως, το ίδιο εκείνοι που υπέθαλψαν και συνεχίζουν να καλύπτουν την «παράταξη του μίσους». Έχουν περάσει τόσα χρόνια και δεν βρήκαν το κουράγιο να ψελλίσουν, έστω, δύο λόγια καταδίκης, αποτροπιασμού και συμπόνιας για τα θύματα. Απεναντίας, με μισόλογα αναφέρονται σε παράπλευρες απώλειες και συνεχίζουν να διακινούν το επιχείρημα σχετικά με την ευθύνη της τράπεζας και τα υπονοούμενα για την τύχη «των απεργοσπαστών».
Όσο αυτοί θα καταστρέφουν το μνημείο και θα προσπαθούν να σβήσουν τη μνήμη των αθώων θυμάτων, τόσο εμείς, ως κοινωνία και πολιτεία, θα το επισκευάζουμε και θα το συντηρούμε, όχι μόνο για να κρατήσουμε άσβεστη την μνήμη τους, αλλά γιατί προσδοκούμε - και ξέρουμε πως στο τέλος θα συμβεί - τη σύλληψη των φυσικών και ηθικών αυτουργών αυτού του εγκλήματος και της παραδειγματικής τιμωρίας τους.
Μέχρι τότε, τα θύματα του τρομοκρατικού εγκλήματος, θα παραμένουν άταφα και η πληγή στην ιστορική μνήμη και στην κοινωνία, θα παραμένει ανεπούλωτη.