Οι σκελετοί στη ντουλάπα του ΚΚΕ και η θεωρία των δύο άκρων
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ / EUROKINISSI
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ / EUROKINISSI

Οι σκελετοί στη ντουλάπα του ΚΚΕ και η θεωρία των δύο άκρων

Ένα πράγμα και μόνο προκάλεσε αλγεινή εντύπωση σχετικά με την τροπολογία που κατέθεσε η κυβέρνηση που αφορούσε τη δυνατότητα αναστολής της χρηματοδότησης του κόμματος των «Σπαρτιατών» απ' το Κοινοβούλιο, η στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας που αρνήθηκε να την υπερψηφίσει.

Έτσι η μήτρα της Αριστεράς στη χώρα μας, δηλαδή το ΚΚΕ, ψήφισε «παρών». Το σκεπτικό του ΚΚΕ παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ξεκινά από τη δήλωση ότι «το μέτωπο που έχει το ΚΚΕ απέναντι στα φασιστικά ναζιστικά μορφώματα είναι διαρκές, είναι ασυμβίβαστο, ακριβώς γιατί ο φασισμός και ο ναζισμός αποτελούν γνήσια τέκνα του καπιταλισμού». Το γεγονός ότι η λέξη ναζισμός ταυτίζεται με τον εθνικοσοσιαλισμό και όχι με τον καπιταλισμό μάλλον του διαφεύγει. Το γεγονός ότι στον εθνικοσοσιαλισμό κυρίαρχος είναι ο κρατισμός, επίσης του διαφεύγει.

Το σκεπτικό του ΚΚΕ ακολουθεί κατά γράμμα την εμμονική προσέγγιση του απέναντι στην πραγματικότητα, υποστηρίζοντας ότι θεωρεί «έργο του λαϊκού εργατικού κινήματος το τσάκισμα και την απομόνωση του φασισμού, την ώρα που η ΕΕ, έχει σημαία της την αντιδραστική θεωρία των δύο άκρων, ταυτίζοντας την πιο ανθρώπινη θεωρία – τον κομμουνισμό – με την πιο απάνθρωπη, τον φασισμό». Το αν ο κομμουνισμός είναι ανθρώπινος ή όχι, το έχει κρίνει η ιστορία με όλα όσα τερατώδη έχουν βγει στο φως μετά από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Άλλωστε η επιβολή του κομμουνισμού ή οι επαναστατικές διαδικασίες όπως κομψά τις χαρακτήριζαν οι σύντροφοι, παρέπεμπε πάντα σε τερατώδη εγκλήματα και αιματηρές εκκαθαρίσεις.

To KKE υπενθύμισε στη Βουλή ότι η στάση του δεν είναι καινούργια. «Παρών» είχε ψηφίσει και το 2013 όταν είχε περάσει ο νόμος για τη διακοπή της χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής, παρ’ όλο που γενικά και αόριστα είναι υπέρ της «λήψης όλων των απαραίτητων μέτρων, ώστε να εμποδίζονται τα φασιστικά μορφώματα να χύνουν το αντιδραστικό τους δηλητήριο στην κοινωνία».

Τότε που είναι το πρόβλημα; Στην επίκληση της τροπολογίας που κάνει αναφορά στο άρθρο 187 Α του Ποινικού Κώδικα που μπορεί να ανοίξει «επικίνδυνους δρόμους καταστολής και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ενάντια στους αγώνες του εργατικού λαϊκού κινήματος και αυτό βεβαίως είναι ένα προβληματικό σημείο».

Επιπλέον το ΚΚΕ θεωρεί ότι η τροπολογία που τελικά πέρασε και έγινε νόμος του Ελληνικού κράτους, «ανοίγει πολύ επικίνδυνους δρόμους, πέρα από το γεγονός ότι το φασιστικό φαινόμενο και η φασιστική δράση δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με τέτοιες διατάξεις, αλλά μέσα από την ίδια την πάλη του λαού και της νεολαίας».

Τέλος, το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι «ποινικοποιείται η ριζοσπαστική δράση και σκέψη» και έρχεται «μεγαλύτερος έλεγχος στην εσωτερική λειτουργία των κομμάτων».

Ίσως, αυτό είναι το σημείο που ενεργοποίησε τον επαναστατικό οίστρο του ΚΚΕ. Ο μεγαλύτερος έλεγχος στην εσωτερική λειτουργία των κομμάτων. Και κυρίως ο μεγαλύτερος έλεγχος στην οικονομική λειτουργία των κομμάτων. Κάτι που θα έπρεπε να ισχύει για όλα τα κόμματα.

Η αδικαιολόγητη διαχρονική ασυλία που προσφέρεται από το 1974 μέχρι σήμερα στο ΚΚΕ, όσον αφορά την οικονομική του λειτουργία είναι προκλητική. Ειδικά, όταν το ΚΚΕ εισπράττει ενισχύσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό. Για παράδειγμα, το ΚΚΕ δεν έχει ελεγχθεί ποτέ για την κατασκευή του Μαυσωλείου του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος στον Περισσό. Και όπως με υπερηφάνεια υποστηρίζει είναι «το μοναδικό κόμμα που αποδίδει λογαριασμό πρωτίστως στα μέλη του, στους φίλους και τους οπαδούς του. Αποδίδει λογαριασμό στην εργατική τάξη, στους εργαζόμενους».

Όμως όλους εμάς μας ενδιαφέρει να δίνει λογαριασμό στους φορολογούμενους που το πληρώνουν, παρ’ όλο που δεν το ψηφίζουν. Και αν το σκεφτούμε ακόμα καλύτερα θα δούμε, πως μέσω δημοκρατικών διαδικασιών χρηματοδοτείται ένα κόμμα, το οποίο εκ του καταστατικού του επιθυμεί να καταλύσει τη δημοκρατία και να επιβάλει τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Γενικά και αόριστα το ΚΚΕ δηλώνει ότι η επαναστατική διαδικασία έχει δαπάνες. Οι οποίες καλύπτονται από εισφορές. Σύμφωνα με το ΚΚΕ, η υποχρέωση καταβολής της συνδρομής είναι μια από τις βασικότερες προϋποθέσεις, όπως και αυτή της συμμετοχής και δράσης του μέλους του κόμματος σε μια Κομματική Οργάνωση Βάσης. Άλλες πηγές εσόδων για το ΚΚΕ, όπως το ίδιο υποστηρίζει, είναι οι εισφορές των μελών και των φίλων του κόμματος, τα έσοδα των μελών του κόμματος που κατέχουν δημόσια αιρετά αξιώματα, οι δωρεές φίλων, τα έσοδα από τις αποζημιώσεις των βουλευτών, η κρατική επιχορήγηση, καθώς και από επιχειρηματικές δραστηριότητες. Ναι, από επιχειρηματικές δραστηριότητες. Παρ’ όλο που όλως τυχαίως, αυτές οι επιχειρήσεις κατέρρευσαν η μία μετά την άλλη σαν τραπουλόχαρτα, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης.

Όσον αφορά τα οικονομικά του ΚΚΕ, στην ετήσια έκθεση με τα αποτελέσματα ελέγχου των βιβλίων των κομμάτων για το έτος 2018 που βρέθηκε στα χέρια μας διαβάζουμε ότι είχαν διαπιστωθεί παραβάσεις σχετικές με:

Α. τα έσοδα από συνδρομές και εισφορές ύψους 3.208.960 ευρώ, χωρίς τήρηση των προϋποθέσεων ιδιωτικής χρηματοδότησης,

Β. τη διακίνηση δαπανών ύψους 265.458 ευρώ και εσόδων ύψους 239.000 ευρώ εκτός τραπεζικών λογαριασμών και

Γ. για παράληψη δημοσιοποίησης των στοιχείων για έσοδα του κόμματος από δωρεές και κληρονομιές συνολικού ύψους 985.336 ευρώ.

Είναι φανερό ότι στο «μετερίζι της ταξικής πάλης» του Περισσό, γίνεται ένα πάρτι οικονομικής αδιαφάνειας. Και καλά κάνει το ΚΚΕ και μας δουλεύει όλους, αφού η παραβατική του συμπεριφορά του είχε κοστίσει το 2022 μόλις ένα πρόστιμο της τάξης του 5% επί της καταβληθείσας τακτικής κρατικής χρηματοδότησης του 2018, δηλαδή 60.483 ευρώ.

Ποιος αλήθεια σε αυτήν τη χώρα πληρώνει πρόστιμο μόλις 60 χιλιάδες ευρώ για κραυγαλέες οικονομικές παραβάσεις ύψους 4,7 εκατ. ευρώ; Ουδείς πέραν του ΚΚΕ.

Εδώ λοιπόν βρίσκεται η απάντηση στο γιατί το ΚΚΕ αρνήθηκε να ψηφίσει την αναστολή της χρηματοδότησης των Σπαρτιατών, όπως παλαιότερα είχε κάνει και με τη Χρυσή Αυγή; Το ΚΚΕ απαιτεί να παραμένει μακριά από ελέγχους. Να βρίσκεται στο απυρόβλητο. Αλλά και να «τιμάται για τους αγώνες» του από το σύνολο του πολιτικού κόσμου της χώρας. Πόσο μακριά μπορεί να συνεχίσει να πηγαίνει αυτό το πολιτικό παράδοξο;