Ο χρόνος για τη συζήτηση στη Βουλή για το θέμα των καταστροφικών πυρκαγιών αναμένεται να οριστεί. Το γιατί πρέπει να γίνει, είναι προφανές. Κρίσιμο είναι το πότε και το πώς.
Μια τέτοια συζήτηση που αφορά στο άμεσο αλλά και μακροπρόθεσμο μέλλον της χώρας, αφορά την κριτική προς την κυβέρνηση αλλά κυρίως την ανάγκη συναίνεσης για μια μακρόπνοη εθνική στρατηγική για κινδύνους που δε γνωρίζουμε ακόμα καλά.
Η συναίνεση αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί εν μέσω της φορτισμένης ατμόσφαιρας των ημερών, όπου χιλιάδες άνθρωποι παλεύουν ατομικά και συλλογικά για να σώσουν ζωές, περιουσίες, και τον φυσικό πλούτο της χώρας.
Μια άμεση συζήτηση, με τη γνωστή ατζέντα και ρητορική σύγκρουσης αντιπολίτευσης και κυβέρνησης πάνω σε αποκαΐδια, δε θα προσφέρει τίποτα.
Ας επιλεγεί λοιπόν να διεξαχθεί σχετικά σύντομα, σε χρόνο όπου κυβέρνηση και κόμματα θα μπορούν να επισημάνουν αδυναμίες, λάθη και παραλείψεις και να καταθέσουν προτάσεις με βάση σοβαρά δεδομένα. Το πλέον κρίσιμο όμως γι΄αυτή την κοινοβουλευτική διαδικασία είναι το πώς.
Υπάρχουν δύο σημαντικά δεδομένα τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση της συζήτησης και τη συμφωνία για μια εθνική στρατηγική που θα είναι στα χέρια όλων των κυβερνήσεων τα επόμενα χρόνια.
Το πρώτο δεδομένο είναι το πόρισμα της Ανεξάρτητης Επιτροπής που συστάθηκε με απόφαση του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα μετά την πολύνεκρη πυρκαγιά στο Μάτι, για την ανάλυση των αιτίων και τις προτάσεις για τη διαχείριση μελλοντικών πυρκαγιών, δασών και υπαίθρου στην Ελλάδα.
Η επιστημονική επιτροπή είχε επικεφαλής τον πρόεδρο του Ινστιτούτου Μαξ Πλάνκ και διευθυντή του Παγκοσμίου Κέντρου παρακολούθησης πυρκαγιών καθηγητή Γιόχαν Γκέοργκ Γκόλνταμερ.
Η έκθεση παραδόθηκε τον Φεβρουάριο 2019 στον Πρόεδρο της Βουλής και με την επιτροπή συνεδρίασε και ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης.
Στην πολυσέλιδη έκθεση στην οποία συμμετείχαν σημαντικοί Έλληνες καθηγητές αναφέρονται στοιχεία, αναλύονται δεδομένα , μελετώνται το θεσμικό πλαίσιο και η εφαρμογή του στην πράξη, καθώς και οι υπάρχοντες μηχανισμοί και η συνεργασία τους σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.
Ένα από τα εντυπωσιακά στοιχεία στα οποία αναφέρεται η επιτροπή είναι ότι στη πρόληψη των δασικών πυρκαγιών συμμετέχουν (45) συναρμόδιοι φορείς, ενώ για την καταστολή των πυρκαγιών πρέπει να συνεργαστούν (17) φορείς που ανήκουν σε (6) Υπουργεία προκειμένου να ασκήσουν (11) διαφορετικές αρμοδιότητες.
Αντιγράφω απόσπασμα από τα αίτια της μη αποτελεσματικής αντιμετώπισης των πυρκαγιών:
«Στην έλλειψη ενιαίου και κοινού σχεδιασμού αντιπυρικής προστασίας, στην απουσία εγκεκριμένων και τεκμηριωμένων τοπικών αντιπυρικών σχεδίων, στη δυσκολία να υιοθετηθεί η χρήση σύγχρονων τεχνολογικών εργαλείων και επιστημονικών μεθόδων στον επιχειρησιακό σχεδιασμό, στην άναρχη και απρογραμμάτιστη δόμηση δασικών εκτάσεων και τη δημιουργία ζωνών μείξης δασών οικισμών γύρω από μεγάλα αστικά και τουριστικά κέντρα. Επίσης, στην περιστασιακή ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση των πολιτών και την αναποτελεσματική οργάνωση του εθελοντισμού, αλλά και στη μεγάλη δυσαρμονία των κονδυλίων που διατίθενται για την πρόληψη σε σχέση με τα πολλαπλάσια κονδύλια που δαπανώνται για την καταστολή των πυρκαγιών».
Για το θέμα της καταστολής, το πόρισμα της επιτροπής επισημαίνει ότι «τα αυξανόμενα κονδύλια της τελευταίας εικοσαετίας δεν οδήγησαν σε αντίστοιχη αύξηση στην αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα του μηχανισμού», ενώ «τα επί μέρους προβλήματα αφορούν τόσο τις δυνάμεις και τα μέσα (επίγεια, εναέρια), όσο και τον τρόπο συνεργασίας των φορέων μεταξύ τους».
Το δεύτερο δεδομένο είναι η ίδρυση, η οργάνωση και η λειτουργία του Υπουργείου Πολιτικής Προστασίας υπό τον Χρήστο Στυλιανίδη, έναν άνθρωπο με αποδεδειγμένη εμπειρία σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο σε θέματα Πολιτικής Προστασίας.
Έγιναν σημαντικά βήματα στη χώρα στην οργάνωση του συντονισμού με ευρωπαϊκά πρότυπα , στη συνεργασία ειδικών επιστημόνων, στις εκπαιδεύσεις προσωπικού στο εξωτερικό, αλλά και στην αγορά και χρήση επίγειων και εναέριων μέσων.
Η περιγραφή της πρώτης φάσης λειτουργίας ενός υπουργείου που είναι αναγκαίο για την αντιμετώπιση των νέων αναγκών της εποχής, αφορά στην κατανόηση των θετικών βημάτων που έγιναν και των αδυναμιών που επίσης είναι εμφανείς.
Η έκθεση του καθηγητή Γκολντάμερ αφορά το σύνολο των κυβερνητικών λειτουργιών: το υπουργείο Περιβάλλοντος, Αγροτικής Ανάπτυξης, Δημόσιας Διοίκησης, Δικαιοσύνης, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Οικονομικών… και βέβαια τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα.
Είναι, λοιπόν, σημαντικό στη Βουλή να γίνει συζήτηση επί του συγκεκριμένου και να δούμε με βάση της έκθεση (χωρίς να θεωρηθεί ευαγγέλιο) που βρισκόμαστε από πλευράς συντονισμού, προετοιμασίας των υπουργείων και των δήμων, συλλογής και δημιουργίας εθνικής βάσης δεδομένων. Είναι δε κρίσιμης σημασίας να ακούσουμε προτάσεις για την πολιτική ενεργοποίησης, ευαισθητοποίησης, αλλά και τιμωρίας πολιτών και αρμοδίων όσον αφορά την πρόκληση και την αντιμετώπιση της φωτιάς.
Ο μη καθαρισμός των δασών επί δεκαετίες, η αλλαγή του αγροτικού μοντέλου, η καλπάζουσα κλιματική αλλαγή, τα ιδιαίτερα γεωγραφικά χαρακτηριστικά αλλά και η θέση της χώρας, απαιτούν πλέον επιστημονική προσέγγιση, χρήση ψηφιακών δεδομένων και εργαλείων, Τεχνητή Νοημοσύνη, και μια εκστρατεία αλλαγής νοοτροπίας για την ευθύνη που έχει ο καθένας από εμάς για την υπεράσπιση της χώρας μας και της οικογένειας μας.
Οι συνωμοσίες, οι εξωτερικοί εχθροί, οι ψυχοπαθείς, υπάρχουν, δεν υπάρχουν, πρέπει να προβλέπονται και να αντιμετωπίζονται έγκαιρα με χρήση όλων των εργαλείων που μια κυβέρνηση έχει στα χέρια της.
* Η Αννα Διαμαντοπούλου είναι Πρόεδρος του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη – πρ. Επίτροπος ΕΕ – πρ. Υπουργός