Από την αρχή της πρωτοφανούς ενεργειακής κρίσης που ξέσπασε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία η Ελληνική Κυβέρνηση διέθεσε συνολικά περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια ευρώ σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις προκειμένου να αντιμετωπίσουν το αυξημένο κόστος του ρεύματος, αναφέρει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης.
Όπως σημειώνει, από αυτά, περίπου 5 δισ. αφορούσαν μόνο στις επιχειρήσεις, εκ των οποίων πάνω από 800 εκ. χορηγήθηκαν σε 1.250.000 καταναλωτές οι οποίοι είναι: επιχειρήσεις με παροχές ισχύος έως 35 KVA, αγρότες καθώς και αρτοποιεία.
Εκ των υστέρων, προέκυψε η ανάγκη επανυπολογισμού των κρατικών ενισχύσεων για έναν μικρό αριθμό επιχειρήσεων, προκειμένου να ελεγχθεί αν είχαν λάβει τα ορθά ποσά σε σχέση με τα ανώτατα όρια ενίσχυσης για κάθε κατηγορία δικαιούχων, όπως προβλέπεται από την Ευρωπαϊκή νομοθεσία, σημειώνει ο κ. Μαρινάκης και προσθέτει:
«Ο επανυπολογισμός αυτός είχε ως αποτέλεσμα η Κυβέρνηση να πρέπει να διαθέσει επιπλέον 4,2 εκ. ευρώ σε περίπου 130.000 επιχειρήσεις και σε λιγότερες από 2.200 να ζητείται η επιστροφή συνολικού ποσού 970.000 ευρώ».
Σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, «οι καταναλωτές από τους οποίους ζητείται επιστροφή ενισχύσεων αντιστοιχούν στο 1,7 τις χιλίοις επί του συνόλου όσων επιχειρήσεων, αγροτών και αρτοποιείων ενισχύθηκαν συνολικά.
Τα ποσά που πρέπει να επιστραφούν από την κάθε επιχείρηση είναι στην συντριπτική πλειοψηφία τους ποσά μέχρι 200 ευρώ.
Τα ποσά των επιστροφών, λοιπόν, αντιστοιχούν στο 1,2 τοις χιλίοις επί του συνόλου των χρημάτων που έχει λάβει μόνο αυτή η υποκατηγορία επιχειρήσεων (επιχειρήσεις, αγρότες, αρτοποιεία) ως κρατική ενίσχυση».
«Η Αξιωματική Αντιπολίτευση για ακόμα μια φορά, χωρίς να ενημερωθεί για το πραγματικό μέγεθος του ζητήματος, σπεύδει να το μεγεθύνει σε ανεξήγητο βαθμό χρησιμοποιώντας την προσφιλή της τακτική να αιτείται παραιτήσεις Υπουργών κάνοντας φθηνή αντιπολίτευση.
Συνεχίζουμε να γυρίζουμε την πλάτη στους φθηνούς και ανενημέρωτους για την πραγματικότητα λαϊκιστές του ΣΥΡΙΖΑ και να στηρίζουμε τους πολίτες και τις επιχειρήσεις με σεβασμό στα χρήματα των φορολογουμένων και τα δημόσια οικονομικά της χώρας», καταλήγει.