Του Γιάννη Κ. Τρουπή
Πραγματικά θέλει μεγάλη τέχνη στην επικοινωνία για να πετύχει κάποιος όλα όσα έχει καταφέρει τα τελευταία δυόμιση χρόνια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, χωρίς να ανοίξει ουσιαστικά μύτη στην ελληνική κοινωνία.
Τον Ιανουάριο του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές, βροντοφωνάζοντας ότι «με έναν νόμο και ένα άρθρο» θα σκίσει το μνημόνιο.
Ακριβώς δύο χρονιά μετά, στις 25 Ιανουαρίου 2017 ο πρωθυπουργός σε αποκλειστική του συνέντευξη στην εφημερίδα των συντακτών τόνιζε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να πάρει ούτε ένα ευρώ επιπλέον μέτρα.
Σήμερα, τρεις μήνες μετά από την ρητή δέσμευση του πρωθυπουργού, η κυβέρνηση ανακοίνωσε επισήμως ότι θα προχωρήσει σε μείωση συντάξεων το 2019 και μείωση του αφορολόγητου το 2020. Με άλλα λόγια βάζει στο στόχαστρο της από τη μία το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, μειώνοντας το αφορολόγητο και από την άλλη ετοιμάζεται να «επιτεθεί» στο εισόδημα της κοινωνικής τάξης που μόλις πριν από μερικούς μήνες ενίσχυσε με την 13η «σύνταξη». ''Όλα αυτά μετά από εφτά χρόνια συνεχούς ύφεσης.
Στα χρόνια του μνημονίου είναι η πρώτη φορά που Έλληνας υπουργός των οικονομικών δηλώνει ικανοποιημένος στο άκουσμα του «τσεκουριού» στους συνταξιούχους και μάλιστα το ανακοινώνει περιχαρής από την Μάλτα.
Άραγε πώς αισθάνθηκαν οι 2,5 εκατομμύρια συνταξιούχοι όταν άκουσαν ότι σε ενάμιση χρόνο το αργότερο θα υποστούν και νέες μειώσεις οι ήδη «κουτσουρεμένες» συντάξεις τους; Μην ξεχνάμε ότι οι ΙΔΙΟΙ άνθρωποι, στους οποίους η ΙΔΙΑ κυβέρνηση έδωσε την 13 «σύνταξη».
Η κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή, όπως τελικά φαίνεται εκ του αποτελέσματος, είχε έναν κυρίαρχο στόχο. Να κερδίσει πολιτικό χρόνο.
Είναι προφανές ότι με την απόφαση του Eurogroup της Μάλτας, ο στόχος επετεύχθη. Το ερώτημα όμως τίθεται αμείλικτο: Η ανάσα που πήρε ο κ. Τσίπρας συμβαδίζει με την ανάσα που πρέπει να λάβει η χώρα; Με άλλα λόγια συμπλέει ο ζωτικός χρόνος της χώρας με εκείνον της κυβέρνησης;
Για να απαντήσει κάποιος με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εγκυρότητα, θα πρέπει πρώτα να προσεγγίσει τα όσα έχουν συμβεί στον τομέα της οικονομίας, με την αξιολόγηση σε εκκρεμότητα.
Μόνο τους τελευταίους μήνες η ζημιά στον τομέα της πραγματικής οικονομίας εκτιμάται σε πάνω από 12 δισ. ευρώ, εξαιτίας της «ανοιχτής» διαπραγμάτευσης».
Συγκεκριμένα:
- 6,1 δισ. ευρώ από τις δόσεις που θα κατευθυνόταν στην αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου στον Ιδιωτικό Τομέα.
- 500.000 ευρώ από την ύφεση του Δ' τρίμηνου του 2016.
- 1 δισ. από την αύξηση των κόκκινων δανείων μόνο τον Ιανουάριο 2017.
- 2,3 από τις εκροές καταθέσεων που πλήττουν κι άλλο το τραπεζικό σύστημα.
- 500.000 ευρώ από την αύξηση των οφειλών του Δημοσίου προς τον Ιδιωτικό Τομέα, καθώς η κυβέρνηση συνεχίζει την εσωτερική στάση πληρωμών.
- 2 δισ. από την αναθεώρηση του ρυθμού ανάπτυξης του 2017, καθώς οι εκτιμήσεις μιλάνε για 1,6%, αντί για 2,7%.
Η διαχείριση της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης από την πλευρά του Μεγάρου Μαξίμου μοιάζει καταστροφική από τους κυβερνητικούς χειρισμούς. Μπορείς να εμπιστευθείς κάποιον που έχει βαθμολογηθεί με μικρό βαθμό να σε οδηγήσει στην έξοδο της κρίσης;
Το κεντρικό συμπέρασμα από την πολύμηνη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης είναι ένα, όπως τελικά διαμορφώνεται και από το χρονοδιάγραμμα των περικοπών:
Αυτό που ενδιέφερε και ενδιαφέρει την Κυβέρνηση δεν είναι τα μέτρα, αλλά ο χρόνος εφαρμογής τους. Όπως όλα δείχνουν δεν την απασχολούν τα βάρη για τους συνταξιούχους αλλά το πώς οι μειώσεις δε θα εφαρμοστούν πριν τις εκλογές, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση θα οδηγήσουν στην εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ.