Πριν από έξι ή επτά χρόνια η αντιμετώπιση του ΠΑΣΟΚ ως άχρηστου κόμματος ετίθετο γενικότερα: Και από τα πράγματα… Και από έγκριτες γραφίδες… Και από ιστορικά στελέχη του κινήματος, όπως η Άννα Διαμαντοπούλου… Αλλά και από την ίδια την τότε αρχηγό του, η οποία δρομολόγησε διαδικασία συγχώνευσής του στο ευρύτερο σχήμα του ΚΙΝΑΛ, στη συλλογική ηγεσία του οποίου μετείχαν αρκετοί αρχηγοί και άλλων κομματικών σχημάτων, τα οποία επίσης συγχωνεύτηκαν στο συγκεκριμένο ευρύτερο πολιτικό μόρφωμα.
(Βέβαια πολύ πριν από τη Διαμαντοπούλου, αλλά και πολλούς παρατηρητές, το …βιοϊστορικό τέλος και των δύο μάλιστα κομμάτων που είχαν σημαδέψει τη Μεταπολίτευση το είχε προβλέψει και ένα αυτονομημένο τότε φιλόδοξο στέλεχος της ΝΔ, που σήμερα πασχίζει να εκλεγεί τελευταίος βουλευτής επαρχίας του κόμματος.) Αυτά τότε…
Σήμερα, όμως, μπορεί άραγε να τεθεί ζήτημα αμφισβήτησης της λειτουργικής χρησιμότητας του κόμματος που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου ως ποπουλίστικη δύναμη ανατροπής, πριν μεταλλαχθεί -ήδη επί των ημερών του ιδρυτή του, αρχικά- σε ένα μετριοπαθή διαχειριστικό πολιτικό οργανισμό με πραγματισμό μεν, αλλά πάντα επιρρεπή στον λαϊκισμό, την παροχολογία και τον πελατειασμό;
Περιέργως η -μάλλον αρνητική- απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν καθορίζεται τόσο από τα δικά του πεπραγμένα όσο από τις πράξεις και τις παραλείψεις των όμορων πολιτικών χώρων. Ειδικότερα…
Ίσως η χρησιμότητα και η θετική συμβολή του ιστορικού κόμματος θα είχε εξαντληθεί αν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είχε καταφέρει να επιτύχει στο κόμμα αυτό μετάλλαξη ανάλογη προς εκείνη που πραγματοποίησε στο άλλοτε υπερριζοσπαστικό ΠΑΣΟΚ ο Ανδρέας Παπανδρέου και ολοκλήρωσε ο Κώστας Σημίτης.
Αν δηλαδή είχε, μέσα από μια διαδικασία σταδιακής μετεξέλιξης, το κόμμα αυτό είχε καταστεί δυνατόν να αποκτήσει μια συνετή, συνεπή και εσωτερικά μη αμφισβητούμενη κεντροαριστερή ταυτότητα, χαρακτηριζόμενη από πραγματισμό και μετριοπάθεια. Ωστόσο… Ενώ ο ριζοσπαστισμός των μεσοστρωμάτων που κατά τη δεκαετία του 1970 ακολούθησαν τον Ανδρέα Παπανδρέου ήταν ρητορικός και επιφανειακός, εύκολα δε αποφορτίσιμος με κάποιες ατομικές ή συλλογικές παροχές, η καθήλωση στους ιδεολογικούς παγετώνες του 19ου αιώνα και ο υπερβατικός αντισυστημισμός είναι στοιχεία του πολιτικού γονιδιώματος της καθ’ ημάς κομμουνιστογενούς Αριστεράς, τμήμα της οποίας είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.
Σε όλες δε τις προσπάθειες μετάλλαξής του, που έκαναν ο Τσίπρας μετά από ένα σημείο, εξ αρχής δε ο Κασσελάκης, αντέδρασε η βαθιά ψυχή του κόμματος. Ειδικά, δε, η κάπως πιο «άγαρμπη» σχετική προσπάθεια της σημερινής, υπερνάρκισσης πάντως, ηγεσίας μετέτρεψε το κόμμα αυτό σε μια διαρκή κρίση, με αλλεπάλληλες διασπάσεις, δονήσεις, αποχωρήσεις και φυλλορρόημα που αναδεικνύουν και αποδεικνύουν πως δεν είναι επιδεκτικό αυτομεταρρύθμισης.
Κυρίως, όμως, η -υπό προϋποθέσεις- ενεστώσα λειτουργική χρησιμότης του κινήματος που δημιούργησε ο Ανδρέας Παπανδρεόυ αναδεικνύεται από την αποτυχία της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας της ΝΔ. Υπό τον Μητσοτάκη, με τη σύμπραξη δε εκλεκτών πασοκογενών στελεχών, η νεοδημοκρατική κυβέρνηση φάνηκε να δρομολογεί μια σοβαρή προσπάθεια για εκσυγχρονισμό κράτους και πολιτικού συστήματος, η οποία προσήλκυσε μέγα μέρος της φωτισμένης φιλελεύθερης αστικής τάξης.
Είτε όμως λόγω ατολμίας και λάθος προτεραιοτήτων του αρχηγού είτε λόγω εσωκομματικών αντιστάσεων η σχετική προσπάθεια φαίνεται να αποτυγχάνει, οδηγώντας σε αποστασιοποίηση από το κόμμα -και, προς ώρας, κυρίως σε εκλογική αποχή- τους φωτισμένους αστούς. Η σχετική αποτυχία, δε, αναδεικνύεται από: Απουσία εισαγωγής κάθε ουσιαστικής αξιολόγησης στον δημόσιο τομέα… Δημιουργία προκλητικά άχρηστων πλην κοστοβόρων νέων κρατικών δομών, όπως η πανεπιστημιακή αστυνομία… Έντονο ταξικό πρόσημο (εν πολλοίς αποτυπούμενο στο αφορολόγητο όριο των 4.800.000 ευρώ για ενδοοικογενειακές μεταβιβάσεις περιουσιών, κάτι που εν πολλοίς ακυρώνει και τη φιλελεύθερη -όχι σοσιαλιστική- αξία της κοινωνικής κινητικότητας, αφού οι έτσι προικοδοτούμενοι γόνοι καθίστανται κοινωνικοοικονομικά ακαταγώνιστοι…)
Απραξία μπροστά στο άθλιο επίπεδο της δευτεροβάθμιας πρωτίστως εκπαίδευσης, που παράγει στρατιές λειτουργικά αναλφάβητων νεοελλήνων. όπως αποδεικνύεται και σε διεθνείς διαγωνισμούς… Προκλητική εξαγορά με δημόσιο χρήμα γνωμοδιαμορφωτικών μηχανισμών και δημιουργία στρατιών έμμισθων κονδυλοφόρων (πρόσωπο που διεκδικεί σήμερα την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ μού έλεγε πως δεν βρίσκει εκπρόσωπο Τύπου, γιατί όλοι οι δημοσιογράφοι είναι πλέον κρατικοδίαιτοι…) Αντιθεσμική χρησιμοποίηση μηχανισμών του κράτους για παρακολουθήσεις -και- αντιπάλων… Αποφυγή των απαραίτητων βαθύτατων τομών στη Δικαιοσύνη… Τέλος δε συγκρότηση του ευρωψηφοδελτίου της ντροπής, που ακυρώνει την ευρωπαϊκή ταυτότητα του κόμματος…
Επομένως…
Το σημερινό ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να είναι λειτουργικά περισσότερο από χρήσιμο για το πολιτικό μας σύστημα αν…
Με πραγματισμό, προβαλλόμενη κουλτούρα κυβερνητισμού, αποφυγή αριστερόστροφου ιδεολογικού μηρυκασμού, όπως και πλειοδοσίας αδιεξόδου εθνικισμού, καθώς και με ρητορεία στραμμένη στο μέλλον, επιτύγχανε…
Αφενός μεν να καλύψει το κενό της ύπαρξης αξιόπιστης εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης, που ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να προσφέρει… Αφετέρου δε να προσελκύσει τους πολιτικά ανέστιους πλέον και σχετικώς απογοητευμένους από τον Μητσοτάκη -καθόλου ευάριθμους- προοδευτικούς, φωτισμένους, απαιτητικούς και φιλελεύθερους αστούς.
Αυτούς όμως τους στόχους σωρευτικά, κατά την ταπεινή άποψή μου, μόνο υπό την ηγεσία δύο εκ των σημερινών διεκδικητών της ηγεσίας του θα μπορούσε να τους πραγματώσει (τους αναφέρω κατ’ αλφαβητική σειρά): Τον Παύλο Γερουλάνο… Και την Άννα Διαμαντοπούλου…
* Ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του έργου «ΧΩΡΙΣ ΣΤΕΜΜΑ, Η Αβασίλευτη του Μεσοπολέμου», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πατάκη».