Η δημοκρατία δεν σηκώνει εκπτώσεις. Η λαϊκή εντολή δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Τα μηνύματα μιας εκλογικής αναμέτρησης δεν είναι ασαφή. Είναι ηχηρά και έρχονται να μας θυμίσουν την αξία της αυτοκριτικής και της ανασυγκρότησης.
Αυτό το reload, όσο ενθαρρυντικό κι αν είναι για τους νικητές ή επώδυνο για τους ηττημένους, έχει ζωτικό χαρακτήρα.
Πολιτικοί λαμβάνουν ψήφο εμπιστοσύνης που αποσύρεται όταν δεν τηρούν τα συμφωνηθέντα, κρίνονται, επικρίνονται, επιβραβεύονται, αποθεώνονται, τιμωρούνται – μια αλυσίδα από υγιείς αντιδράσεις ψηφοφόρων.
Αυτό που δεν είναι πάντα σαφές και ενιαίο είναι οι προτεραιότητες των ψηφοφόρων. Δυσκολότερο είναι να βρεθούν σημεία σύγκλισης αυτών με τις εφικτές προθέσεις μιας κυβέρνησης. Ας υποθέσουμε όμως ότι ένα μεγάλο ποσοστό του εκλογικού σώματος, ειδικά των νέων, επιθυμούν ευημερία και ανάπτυξη. Στην περίπτωση αυτή, το θρυλικό σλόγκαν στον προεκλογικό αγώνα στις ΗΠΑ το 1992, που ειπώθηκε από τον Τζέιμς Κάρβιλ και υιοθετήθηκε από τον Κλίντον «It's the economy, stupid», δεν στερείται επικαιρότητας.
Άρα, το πώς θα ενισχυθεί η οικονομία της χώρας και πώς η Ελλάδα θ’ αποτελέσει ελκυστικό τόπο επενδύσεων, είναι ένα θέμα που απασχολεί τους πολίτες και έχει υπέρ-αναλυθεί από ειδήμονες και τεχνοκράτες, κυρίως με γνώμονα τις προκλήσεις της εποχής: ψηφιοποίηση και αειφόρος ανάπτυξη.
Το ποιος είναι ο καταλληλότερος να το προφέρει, θα κριθεί τις επόμενες μέρες. Δεν μπορώ να παραδώσω μαθήματα καλής συμπεριφοράς ψηφοφόρων που ζουν και επωμίζονται τις εγχώριες πολικές, εφόσον κατοικοεδρεύω από γεννησιμιού στο εξωτερικό. Άρα ως μη αρμόδια να υποδείξω κάποιον, θα σταθώ ως κοινωνικός - ανθρωπιστικός επιστήμονας στο ρόλο του παρατηρητή που μοιράζεται τις σκέψεις του με το αναγνωστικό κοινό.
Κυρίως, με απασχολεί το θέμα του ανθρώπινου δυναμικού, το ποιος δηλαδή θα κληθεί να εφαρμόσει όλα όσα οι «δεξαμενές σκέψεις» και οι υπέρμαχοι της ανάπτυξης χαράζουν, εφόσον οι νέοι εκδιώχθηκαν από τη χώρα. Αυτό είναι το μεγαλύτερο δεινό που μπορεί να συμβεί σε μια χώρα που διέρχεται μια κρίση: να χάσει τα μορφωμένα νιάτα, τα «μυαλά» της. Πρόκειται για το γνωστό φαινόμενο brain drain, όπου νέοι με πτυχία και φιλοδοξίες, εγκαταλείπουν τη χώρα τους και αναγκάζονται να μεταναστεύσουν σε άλλη χώρα για εργασία. Όχι για την απόκτηση εμπειρίας, αλλά με την ελπίδα ότι εκεί «έξω» θ’ αναγνωρίσουν την αξία τους και θ’ ανταμειφθεί αξιοπρεπώς ο κόπος τους. Σε αυτό, θαρρώ πως ευθύνονται όλες οι κυβερνήσεις. Η επιτακτική έναρξη διαλόγου επ’ αυτού απαιτεί υπέρ-κομματική σκέψη.
Αυτή η «αιμορραγία» και διαρροή ανθρώπινου δυναμικού, που δυνητικά θα μπορούσε ν’ αξιοποιήσει το ελληνικό κράτος και η εγχώρια οικονομία, είναι όχι μόνο σημαντικό, μα και υποτιμημένο πρόβλημα. Αν δεν αναλογιστούμε την απώλεια αυτή, τα μελλοντικά σχέδια, όσο βαρύγδουπα και να είναι, παραμένουν λειψά. Κι όμως, τα τελευταία χρόνια, από την ιστορική ομιλία Παπανδρέου στο Καστελόριζο έως σήμερα, υπέρ-προβάλλουν αρκετά ΜΜΕ εκατοντάδες ιστορίες νέων που «γλύτωσαν» από την εγχώρια αδικία, την υποτίμηση και την ισοπέδωση και κατέφυγαν στο εξωτερικό, όπου υποτίθεται ή πραγματικά διαπρέπουν μη δίνοντας ανάλογη αξία σε όσους έμειναν και παλεύουν υπό αντίξοες συνθήκες.
Πρόκειται για νέες και νέους που οι γονείς τους επένδυσαν χιλιάδες ευρώ στη μόρφωσή τους. Πλην των γονέων, ο φορολογούμενος πληρώνει αδρά για τη λειτουργία των δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Το λάθος που κάνουμε, είναι ν’ αγνοούμε το ότι χώρες με ισχυρή οικονομία, εν τέλει επωφελούνται από τα «μυαλά» αυτά, η μόρφωση των οποίων, δεν τους κόστισε ούτε ένα ευρώ. Και έρχονται να καλύψουν κενές θέσεις εργασίας, τις οποίες δεν θέλουν να καλύψουν οι εγχώριοι, εφόσον οι συνθήκες δεν είναι ιδανικές.
Συγκεκριμένα, θ’ αναφερθώ στο παράδειγμα της Ιατρικής που τυγχάνει να γνωρίζω. Οι σπουδές και η γενικότερη εκπαίδευση ενός/μιας ιατρού στη Γερμανία κοστολογείται στα 170 χιλιάδες ευρώ, κόστος που καλείται να πληρώσουν οι φορολογούμενοι, εφόσον στα γερμανικά Πανεπιστήμια δεν υπάρχουν δίδακτρα. Στα περισσότερα νοσοκομεία της Γερμανίας μετά τις ριζοσπαστικές αλλαγές στο δημόσιο σύστημα της δεκαετίας του 1990 στο πνεύμα της ιδιωτικοποίησης επικρατούν αντίξοες συνθήκες για το προσωπικό. Η τεράστια πίεση ν’ αυξήσουν το κόστος και να κρατήσουν τα έξοδα σε πολύ χαμηλά επίπεδα, είναι πολλές φορές αβάσταχτη.
Ερχόμενοι όμως από μια χώρα που στερείται βασικών αξιών, όλα εξιδανικεύονται − τουλάχιστον στην αρχή. Σταδιακά, οι περισσότεροι αισθάνονται όμως ότι εκεί «έξω» είσαι και θα είσαι πάντα ο ξένος. Έπειτα η αρχική εξίσωση που έκαναν, βλέπουν ότι δεν είναι τελικά ορθή, εφόσον ναι μεν κερδίζουν εμφανώς περισσότερα χρήματα, όμως τα έξοδα διαβίωσης είναι πολύ πιο υψηλά σε σχέση με την Ελλάδα, όπου ζουν οι δικοί τους άνθρωποι που τους στηρίζουν και τους αγαπούν ειλικρινά.
Άρα, ας σκεφθούμε σοβαρά το πώς θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ένα ελκυστικό περιβάλλον εργασίας, ώστε να επιστρέψουν όσοι έφυγαν και να μην αναγκαστεί να φύγει κανένα άλλο λαμπρό «μυαλό» μιας χώρας που ενίοτε αργοπεθαίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά.
* Η Ιωάννα Μάμαλη Παναγιώτου είναι υποψήφια Διδάκτωρ Διατλαντικής Πολιτισμικής Ιστορίας (η αναγόρευσή της έχει ορισθεί στις 5 Ιουλίου 2023) και Διαπολιτισμική Ψυχολόγος Επικοινωνίας. Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Regensburg.