Λίγους μήνες μετά το θάνατο του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ένθερμου υποστηρικτή της λιτότητας κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους που συνέδεσε το όνομά του με μία από τις πλέον δύσκολες οικονομικές περιόδους για την Ελλάδα, έρχονται στο φως νέες αποκαλύψεις για την περίοδο αυτή. Η χώρα μας καταλαμβάνει ένα μεγάλο, ξεχωριστό κομμάτι στο βιβλίο «Αναμνήσεις. Η ζωή μου στην πολιτική», το οποίο κυκλοφορεί τη Δευτέρα στη Γερμανία.
Σε σημερινό της δημοσίευμα, η «Καθημερινή» εξασφάλισε και αναδημοσιεύει αποσπάσματα του βιβλίου του πλεόν...μισητού ανθρώπου στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης και των Capital Controls.
Στις αφηγήσεις του πρώην υπουργού Οικονομικών παρελαύνουν οι πρωταγωνιστές της περιόδου αυτής: Γιώργος Παπανδρέου, Γιώργος Παπακωνσταντίνου, Ευάγγελος Βενιζέλος, Αντώνης Σαμαράς, Αλέξης Τσίπρας, Γιάνης Βαρουφάκης και Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Η προετοιμασία του Grexit
Στην κριτική του για το «σύνηθες blame game που τόσο επιτυχημένα ήξεραν να παίζουν οι Ελληνες», ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε θέτει το ρητορικό ερώτημα «σε ποιον αρέσει να παραδέχεται ότι έζησε πάνω από τις δυνάμεις του;».
«Το γεγονός ότι έγινα αποδιοπομπαίος τράγος δεν με πείραξε, αυτό πρέπει κανείς στην πολιτική να το αντέχει, ακόμη και άκομψους παραλληλισμούς με τους ναζί, που αντλούνταν από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Στο μίσος των social media υπήρχε ως αντίβαρο μια πλημμυρίδα αποδοχής και υποστήριξης μέσω επιστολών και emails. Η εκστρατεία δυσφήμησης έπιασε ωστόσο ασυγχώρητο πάτο την άνοιξη του 2017, όταν μια εξτρεμιστική οργάνωση επιτέθηκε με παγιδευμένα πακέτα στον τότε μεταβατικό πρωθυπουργό Λουκά Παπαδήμο και στο γραφείο του ΔΝΤ στο Παρίσι, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό μιας υπαλλήλου. Μια βόμβα που εστάλη σε μένα εντοπίστηκε εγκαίρως στο σημείο διαλογής του υπουργείου και απενεργοποιήθηκε» γράφει.
Και συνεχίζει: «Με την κλιμάκωση της σύγκρουσης το 2015, ξεχάστηκε ότι στην αρχική φάση εγώ ήμουν ο πιο φιλοευρωπαίος σε σχέση με την καγκελάριο (σ.σ. Άνγκελα Μέρκελ), η οποία με τη διστακτικότητά της στο ζήτημα της βοήθειας προς την Ελλάδα όξυνε την εικόνα της ως “Μαντάμ όχι”». Ηδη από το 2010 άρχισε ο πρώην υπουργός Οικονομικών να εξετάζει "εναλλακτικά σενάρια", στα οποία φέρεται ότι συμφωνούσε και η καγκελάριος».
«Οι αμφιβολίες μου (σ.σ. για τη μεταρρυθμιστική ετοιμότητα της Ελλάδας) με ώθησαν να εξετάσω από νωρίς εναλλακτικά σενάρια. Ηδη από το 2010 δεν απέκλεισα τη δυνατότητα να βγει από την ευρωζώνη ένα μέλος, ως τελευταίο σκέλος μιας αλυσίδας ενεργειών, ως έσχατη λύση -τότε μάλιστα σε συμφωνία με την καγκελάριο [...] Θα ήταν μια προσωρινή έξοδος από το ευρώ, προκειμένου να υποτιμηθεί το εθνικό νόμισμα και να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα, ένας εφικτός δρόμος; Δεν θα ήταν ένα τέτοιο τέλος με τρόμο καλύτερο από έναν τρόμο χωρίς τελειωμό, αφού ένα και μοναδικό σοκ θα ήταν ευκολότερο να αντιμετωπιστεί από τα χρόνια προγράμματα λιτότητας;».
Το δείπνο με Βενιζέλο: «Μάλλον θα ήθελε ο ίδιος να γίνει πρωθυπουργός»
Ο Γερμανός πολιτικός αναφέρεται και στην πρώτη του συνάντηση με τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ως υπουργό Οικονομικών τον Ιούνιο του 2011.
«Τον κάλεσα στο Βερολίνο, όχι στο υπουργείο, αλλά σε μια χαλαρή ατμόσφαιρα και ως ένδειξη εκτίμησης στο βραβευμένο εστιατόριο του Τιμ Ράουε, για να του εκθέσω τις αμφιβολίες μου… Αυτό που του είπα φάνηκε να του κόβει την όρεξη. Δεν έφαγε σχεδόν τίποτα, όταν του εξήγησα τη στάση μου σε αμφότερες τις εναλλακτικές σκέψεις. Αρχικά τον ρώτησα ωμά αν θα είχε νόημα να ανατεθεί η εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος στην Κομισιόν στις Βρυξέλλες, ώστε να μην απαιτούνται κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες για την υλοποίηση των μέτρων.
«Ηταν μια πρόταση που ήξερα ότι θα είχε βαθιές συνέπειες στην κυριαρχία της Ελλάδας και την οποία απέρριψε κατηγορηματικά ο Βενιζέλος, ο οποίος μάλλον θα ήθελε ο ίδιος να γίνει πρωθυπουργός. Αποσαφήνισε ότι η Ελλάδα θέλει να παραμείνει πάση θυσία στην ευρωζώνη. Εχει όμως την περηφάνια της και γι' αυτό δεν θα ήθελε ποτέ να εκχωρήσει κομμάτια της εθνικής της κυριαρχίας σε έναν ευρωπαϊκό θεσμό. Αφού αρνήθηκε και την προσωρινή έξοδο από τη νομισματική ένωση, δηλαδή το τάιμ άουτ που πρότεινα, στη διάρκεια του οποίου θα υποστηριζόταν γενναιόδωρα από την ΕΕ, έμεινε μόνο ο δύσκολος δρόμος των μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο των προγραμμάτων βοήθειας. Έτσι θα υποβάλλαμε τους Έλληνες σε πολλές δοκιμασίες και εκείνοι με τη σειρά τους θα έπρεπε να προβούν σε μια μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, που συνεπαγόταν κοινωνικές δυσκολίες για την επίτευξη της δημοσιονομικής εξυγίανσης, τη συρρίκνωση του δημοσίου τομέα και την ευελιξία της αγοράς, μια μακρά, επώδυνη διαδικασία. Αυτή όμως ήταν απόφαση των Ελλήνων, όχι άλλων Ευρωπαίων. Θεωρούσα ορισμένες από τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των Ελλήνων με ριζικές παρεμβάσεις όχι απλώς απαραίτητες, αλλά ειλικρινά θαύμασα την εφαρμογή τους».
Οι πιέσεις στον Γιώργο Παπανδρέου για διενέργεια δημοψηφίσματος
Περιγράφοντας τη δύσκολη συγκυρία για τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Γιώργο Παπανδρέου στις Κάννες τον Νοέμβριο του 2011, αφηγείται τις πιέσεις από τους Μπαράκ Ομπάμα, Νικολά Σαρκοζί, Άγκελα Μέρκελ, Κριστίν Λαγκάρντ και Μάριο Ντράγκι, ώστε να του υπαγορεύσουν το κείμενο για τη διενέργεια δημοψηφίσματος, προκειμένου να τεθεί ενώπιον των ψηφοφόρων το δίλημμα είτε να αποδεχθούν το πρόγραμμα βοήθειας είτε να αποφασίσουν να βγουν από το ευρώ.
«Οταν ενημέρωσα τους Ευρωπαίους ομολόγους μου γι’ αυτό, η Ισπανίδα υπουργός Οικονομικών Ελενα Σαλγκάδο, μια αξιόπιστη σοσιαλδημοκράτης, εμφανίστηκε βέβαιη ότι το δημοψήφισμα δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί. Της απάντησα ότι ήμουν παρών και πως αυτό συμφωνήθηκε, εκείνη όμως μας πρότεινε να βάλουμε στοίχημα. Ο Βενιζέλος, τον οποίο γνώριζε καλά, θα το απέτρεπε επειδή ήταν εσωκομματικός αντίπαλος του Παπανδρέου. Είχε δίκιο για το δημοψήφισμα. Ματαιώθηκε και ο Παπανδρέου παραιτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2011. Πλήρωσα φυσικά το χρέος μου για το στοίχημα στη Σαλγκάδο, ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Ωστόσο, δεν έγινε ο Βενιζέλος πρωθυπουργός. Η πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από τη νομισματική ένωση ουδέποτε συζητήθηκε με τόση σαφήνεια, όσο κατά τις δραματικές ώρες των Καννών».
Η γνωριμία με τον Τσίπρα - «Του ευχήθηκα να μην κερδίσει τις εκλογές για το καλό του»
«Τον Τσίπρα τον είχα γνωρίσει ήδη από το 2013 ως ηγέτη της αντιπολίτευσης. Με ενδιέφερε αυτός ο άνθρωπος ενός ανερχόμενου κινήματος που έπνεε τα μένεα κατά της ευρωπαϊκής πολιτικής. Πώς πίστευε ότι μπορούσε να επιλύσει την κρίση; Αν και ουδείς ήθελε να τον υποδεχθεί εκείνη την εποχή στο Βερολίνο, εγώ τον κάλεσα στο υπουργείο Οικονομικών για να ανταλλάξουμε απόψεις. Σε μια συνομιλία που διήρκεσε μία ώρα, επιχείρησε να μου αναλύσει πως η πολιτική λιτότητας ήταν λάθος, μου εξήγησε με αφοπλιστική αμεσότητα ότι θα υποσχεθεί στη διάρκεια της επικείμενης προεκλογικής εκστρατείας πως θα κρατήσει τη χώρα στο ευρώ πάση θυσία, χωρίς όμως, όταν γίνει πρωθυπουργός, να αποδέχεται την αιρεσιμότητα, δηλαδή οποιοδήποτε πρόγραμμα. Του απάντησα με την ίδια αμεσότητα πως του εύχομαι να μην κερδίσει τις εκλογές για το καλό του, επειδή η υπόσχεση που θα του εξασφαλίσει εκλογική επιτυχία, δεν μπορεί να τηρηθεί με κανέναν τρόπο» θυμάται, μεταξύ άλλων, ο Σόιμπλε για την αρχή της... ολέθριας σχέσης του με τον Αλέξη Τσίπρα.
Για τον Βαρουφάκη: «Προκάλεσε την κρίση σε μεγάλο βαθμό»
Στην αυτοβιογραφία του ο Σόιμπλε αφιερώνει ξεχωριστό υποκεφάλαιο στον Γιάνη Βαρουφάκη. «Αυτή την κρίση προκάλεσε σε μεγάλο βαθμό ο άνθρωπος ο οποίος κατά την κυβερνητική αλλαγή ανέλαβε ως υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας να υλοποιήσει το σχέδιο» θυμάται. «Ο Γιάνης Βαρουφάκης ήταν οικονομολόγος γνωστός για την ειδίκευσή του στον τομέα της θεωρίας των παιγνίων, ωστόσο τους όρους του παιχνιδιού δεν τους καταλάβαινε ή τους αγνοούσε συνειδητά» γράφει κατόπιν.
Και εξηγεί: «Η πρώτη του εμφάνιση στο Eurogroup, κατά την οποία εν είδει πανεπιστημιακής διάλεξης μάς εξήγησε πόσο ανίδεοι είμαστε όλοι, διέλυσε εξαρχής οποιαδήποτε καλή διάθεση και αποδείχθηκε καταστροφική για την περαιτέρω συνεργασία. Οι προκλητικές απόψεις και οι εσκεμμένα αντισυμβατικοί του τρόποι πήγαιναν χέρι χέρι στην περίπτωση του Βαρουφάκη. Αποκήρυξε την προηγούμενη πολιτική ως ένα συνδυασμό “τοξικών λαθών” και της είχε ήδη δείξει το μεσαίο του δάχτυλο δημοσίως -ένας υπουργός με αέρα ποπ σταρ που με άφηνε παγερά αδιάφορο. Τα έβρισκα όλα αυτά σαχλά, σε μεγάλη απόσταση από τη σοβαρότητα του κύκλου των υπουργών Οικονομικών και την ένταση που απαιτούσε η περίσταση».
«Από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους ομολόγους του, ήμουν επιδεικτικά ο τελευταίος που επισκέφθηκε. Οταν τελικά ήρθε στο Βερολίνο, με συμβούλευσαν οι συνεργάτες μου να αποφύγω μια κοινή δημόσια εμφάνιση εξαιτίας των χιλιοτραγουδισμένων επικοινωνιακών ικανοτήτων του. Εγώ όμως επέμεινα στο συνηθισμένο πρωτόκολλο των επισκέψεων, δηλαδή μπροστά στη σημαία και με συνέντευξη Τύπου. Ο Βαρουφάκης εμφανίστηκε συνοδευόμενος από τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο. Οταν μου εξήγησε διεξοδικά ότι στην κυβέρνησή του, με εξαίρεση τον ίδιο, ήταν όλοι άσχετοι και τόνισε μάλιστα πως ο ίδιος δεν είναι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, παρενέβη ο Τσακαλώτος και είπε “εγώ ξέρω”. Αυτό με έκανε να αντιδράσω, λέγοντας ότι προφανώς εκείνος είναι ο επιβλέπων. Από αυτή την ανταλλαγή απόψεων αυτό που μου έμεινε, και θα μπορούσε να είναι κι ένα συμπέρασμα για τη σύντομη θητεία του Βαρουφάκη, είναι “συμφωνούμε πως διαφωνούμε”. Αν και ο Βαρουφάκης, ο οποίος ήθελε πάντα να έχει την τελευταία λέξη, προσέθεσε στην κοινή συνέντευξη Τύπου ότι ούτε καν σε αυτό συμφωνούμε...».
Και ο Σόιμπλε καταλήγει στο σχετικό εδάφιο με την αποστροφή της Λαγκάρντ περί ανάγκης να επιστρέψει ο διάλογος μεταξύ ενηλίκων στο δωμάτιο και υπογραμμίζει πως ουδέποτε διάβασε μια πιο «εξοντωτική» ετυμηγορία για έναν συνάδελφό του, από αυτήν του Γερούν Ντάισελμπλουμ, πρώην επικεφαλής του Eurogroup, για τον Βαρουφάκη: «Ποτέ ένας υπουργός Οικονομικών δεν προκάλεσε τόσο μεγάλη ζημιά στη χώρα του σε τόσο σύντομο διάστημα».
Το δημοψήφισμα και ο Τσακαλώτος
Ενθυμούμενος την περίφημη ρήση του «στις 28 Φεβρουαρίου isch over» (τελείωσε), ο Σόιμπλε εξηγεί πως πλέον είχε πειστεί ότι μόνο με τελεσίγραφα και απειλές θα μπορούσε να επιτευχθεί η ελληνική υποχώρηση, αν και με έναν δραματικό ελιγμό ο Αλέξης Τσίπρας κατάφερε να εξασφαλίσει μια τετράμηνη παράταση του προγράμματος. Κατά τη γνώμη του πρώην υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, ο Τσίπρας είχε πιθανότατα με το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015 ως στρατηγικό στόχο να εξασφαλίσει ένα οριακό “όχι”, που αφενός θα του έδινε ένα ισχυρό επιχείρημα στις διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες και αφετέρου μια διέξοδο να εξηγήσει στο εσωτερικό την υποχώρησή του. Ωστόσο, το ξεκάθαρο αποτέλεσμα τον αιφνιδίασε, αφού πλέον δεν ήταν σε θέση να βγει από τη δύσκολη θέση χωρίς να χάσει την αξιοπιστία του.
Για τον διάδοχο του Βαρουφάκη, δε, τον «επιβλέποντα» Τσακαλώτο, χρησιμοποιεί τα επίθετα «σοβαρός και προσωπικά αξιόπιστος», σε αντίθεση με τον προκάτοχό του.
Η νέα συζήτηση για τη δραχμή
Μετά το δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε στην καγκελαρία ενδοκυβερνητική σύσκεψη, στην οποία επιχειρηματολόγησε ξανά υπέρ ενός τάιμ άουτ [...] Οταν στη συνέχεια συζητήθηκε το τάιμ άουτ, 15 από τους 19 υπουργούς Οικονομικών τάχθηκαν υπέρ, ενώ εκτός από τον Τσακαλώτο διαφώνησαν ο Σαπέν, ο Ιταλός Πιερ Κάρλο Παντοάν και ο Κύπριος Χάρης Γεωργιάδης.
Στη Σύνοδο Κορυφής που ακολούθησε η εικόνα ήταν πολύ διαφορετική, η Μέρκελ ήταν διστακτική και τον Τσίπρα, θυμάται ο Σόιμπλε, σιγοντάρανε οι Τζέφρεϊ Σακς, Πολ Κρούγκμαν και Τζόζεφ Στίγκλιτζ, ενώ περιγράφει την «κωματώδη» κατάσταση στην οποία βρίσκονταν στο τέλος της συνεδρίασης οι συμμετέχοντες. «Αυτό είναι επίτευξη συναίνεσης διά της κόπωσης. Η Μέρκελ είναι ειδική σε αυτό». Εξαίρει, δε, την τελική μεταστροφή του Τσίπρα με την αποδοχή του προγράμματος: «Ηταν ένα θαρραλέο βήμα και ο Τσίπρας πέτυχε στη συνέχεια αξιοπρόσεκτα πράγματα, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στην επόμενη κυβέρνηση να σταθεροποιήσει πάνω σε αυτή τη βάση την Ελλάδα. Αυτό αξίζει αναγνώριση»...
Πηγή: Καθημερινή