Έχουν περάσει οι εποχές που οι τσιγγάνοι αποτελούσαν πρωταγωνιστές παραμυθιών, μύθων, έμπνευση τροβαδούρων και ποιητών -σαν εκείνη την μαγεύτρα περδικόστηθη Τσιγγάνα που μιλούσε τα μεσάνυχτα προς τ’ άστρα, κατά τον στίχο του Κωστή Παλαμά. Για τότε λέμε, που ήταν το σύμβολο της αέναης περιπλάνησης και της ελευθερίας.
Πλέον οι μόνοι που γράφουν γι’ αυτούς, είναι τα αστυνομικά ρεπορτάζ που καταγράφουν την παραβατικότητά τους. Το λέμε από την αρχή για τους ευαίσθητους επαγγελματίες ρατσιστές που στέκονται με το δάχτυλο στη σκανδάλη.
Δεν υπάρχει κάποια κληρονομικότητα των τσιγγάνων (ή Ρομά που θέλει ο νεολογισμός), προς την παρανομία, και πολύ περισσότερο προς τη βία. Αντιθέτως, για αιώνες αντιμετώπιζαν την κοινωνική καταφρόνια όπου στέκονταν τα καραβάνια τους. Και οι μικροκλοπές στα χωριά απέρρεαν από τις βιοποριστικές τους ανάγκες, και δεν εμπεριείχαν βία.
Στις ημέρες μας η παραβατικότητά τους έχει υποστεί ποιοτική μεταβολή. Εκεί κάπου στη δεκαετία του '80 που και οι τελευταίοι άρχισαν να εγκαθίστανται σε οικισμούς, άρχισαν να αναπτύσσονται και οι νεωτεριστικές ιδέες για την προστασία των μειονοτικών κοινωνικών ομάδων, του σεβασμού στις πολιτισμικές του ιδιαιτερότητες, στην αναγνώριση της ευαλωτότητάς τους.
Στην πράξη όμως αυτό λειτούργησε καταστροφικά για τους ίδιους τους Ρομά. Το κράτος ήταν αγωγός επιδοτήσεων χωρίς να απαιτεί τη συμμόρφωσή τους στους κανόνες του. Για παράδειγμα, με χρήματα της ΕΟΚ, το ΠΑΣΟΚ τους έδωσε χρήματα για δημιουργία σπιτιών. Οι μισοί δεν τα αξιοποίησαν για τον σκοπό που δόθηκαν. Τα σπατάλησαν, και δεν φταίνε οι άνθρωποι. Φταίει το γεγονός ότι το κράτος δεν τους έλεγχε, δεν επέβλεπε αν διοχετεύονται για τον σκοπό που τους δόθηκαν.
Το ίδιο και τα μορφωτικά προγράμματα και τα σχολεία που δημιουργήθηκαν. Αντί να δίνονται τα επιδόματα υπό την προϋπόθεση ότι τα παιδιά θα παρακολουθούσαν το σχολείο, αυτά δίνονταν βρέξει χιονίσει, ανεξαρτήτως όρων.
Μόνο που αυτή η ελευθερία και στη συνέχεια η απόλυτη ανοχή στη μικροπαραβατικότητα που άρχισε να ανθεί στους καταυλισμούς, τους άφησαν εκτός κανόνων λειτουργίας στους οποίους υπαγόμαστε οι πολίτες του ελληνικού κράτους. Συνέβαλε σε αυτό και ο υστερικός ανθρωπιστικός επαγγελματισμός, που τους πλησίασε.
Η απόλυτη ανοχή μεγάλωσε την ανομία. Αν οι παππούδες και γιαγιάδες τους έκλεβαν κάνα σταφύλι από τα αμπέλια των χωριών για να φάνε, και οι γιαγιάδες καμία κατσαρόλα για να έχουν να μαγειρεύουν (πάντα ειρηνικοί), τα εγγόνια στους καταυλισμούς διακινούν ναρκωτικά, κατέχουν όπλα, σχηματίζουν συμμορίες, δεν ανταποκρίνονται σε καμιά υποχρέωση του πολίτη, και αντιμετωπίζουν το κράτος μόνο ως τροφοδότη επιδομάτων.
Και βέβαια οι πολιτικοί τα παρείχαν αυτά (των Ευρωπαίων άλλωστε ήταν τα λεφτά) για να έχουν την ψήφο τους, χωρίς να επιβλέπουν την εύρυθμη λειτουργία των μικροκοινωνιών τους.
Ναι, υπάρχει παραδοσιακός ρατσισμός στην ελληνική κοινωνία για τους Ρομά, αλλά αυτός εκφραζόταν κυρίως με την περιφρόνηση του νοικοκύρη για τον πλάνητα. Τα τελευταία όμως χρόνια δημιουργείται στην κοινωνία, απέχθεια και φόβος απέναντί τους. Όσοι μένουν κοντά στους καταυλισμούς, φοβούνται και δεν είναι ρατσιστές οι άνθρωποι. Φοβισμένοι είναι.
Οι καταυλισμοί έχουν γίνει αυτόνομες περιοχές. Ακόμη και αν π.χ. σπάσει ένας αγωγός της ΕΥΔΑΠ στον καταυλισμό, δεν μπορούνε να πάνε μόνοι τους οι υπάλληλοι να τον αποκαταστήσουν. Θα πρέπει να συνοδεύονται από διμοιρία ΜΑΤ για να μην κινδυνεύσει η ζωή τους! (συνέβη).
Οι καταυλισμοί δεν πρέπει να αφεθούν άλλο στην τύχη τους. Έτσι θα μεγαλώνει η παντοειδής παρανομία και η εγκληματικότητα. Το κράτος, η κυβέρνηση δηλαδή, θα πρέπει να εκπονήσει ένα πολύ μακροπρόθεσμο πρόγραμμα ενσωμάτωσής τους και εμπέδωσής τους της έννοιας του πολίτη. Ενσωμάτωση δεν σημαίνει εξομοίωση. Είναι σεβαστή η γλώσσα τους, η παράδοσή τους, ο πολιτισμός τους, αλλά και αναγκαιότητα η αστυνόμευση.
Το πρόβλημα βέβαια είναι η έλλειψη σοβαρότητας του πολιτικού προσωπικού και κομμάτων, άρα ένα τέτοιο πρόγραμμα που απαιτεί μακροπρόθεσμη δράση, δεν είναι εγγυημένης συνέχειας. Ο λαϊκισμός, η αδιαφορία, η ιδεοληψία και κυρίως η ψηφοθηρία, κανοναρχεί τις συμπεριφορές.
Ενώ, για παράδειγμα, το θέμα του φόνου στο Πέραμα είναι πλέον στη Δικαιοσύνη, ένας πρώην υπουργός, ο Δ. Τζανακόπουλος, αποφάσισε έναντι αυτής. Στην επίσκεψή του στην οικογένεια του νεκρού δήλωσε μεταξύ άλλων ότι πήγε να τους εκφράσει τη βαθιά θλίψη του ΣΥΡΙΖΑ (καλώς) αλλά και συμπαράσταση στον «δίκαιο θυμό» της.
Η οικογένεια και οι συγγενείς της δικαιούται να έχουν τα όποια συναισθήματα. Ένας πρώην υπουργός που θέλει μάλιστα να ξαναγίνει, με ποια κριτήρια χαρακτηρίζει δίκαιο τον θυμό, πριν αποφασίσει η δικαιοσύνη αν υπήρξε σκόπιμη δολοφονία ή αυτοάμυνα;
Και ποιος είναι ο σεβασμός του στη δικαιοσύνη όταν ισχυρίζεται «για μας το κύριο είναι να σταματήσουν άμεσα οι παρεμβάσεις, να σταματήσει αυτή η επιχείρηση συγκάλυψης, ψεύδους, συκοφαντίας»; Οπότε ο απεσταλμένος του ΣΥΡΙΖΑ πρώην υπουργός, εκ των προτέρων ακυρώνει την όποια απόφαση της δικαιοσύνης, αφού αυτή δέχεται παρεμβάσεις!
Δεν το κάνει μόνο για τα ψηφαλάκια. Αυτά τα έχει. Στις εκλογές οι τσιγγάνοι μαζεύονταν (τους μάζευαν) να χειροκροτήσουν τον Τσίπρα στις ομιλίες του και φώναζαν το σύνθημα «Τα Ρομά είναι εδώ, για τον Τσίπρα τον Θεό».
Τον ενδιαφέρει η δημιουργία γενικότερης αναταραχής, αφού κάθε αναταραχή είναι πλήγμα προς την εκάστοτε κυβέρνηση. Και η αναταραχή έρχεται ευκολότερα με νεκρούς ήρωες