Οι γεωπολιτικές εξελίξεις των τελευταίων 24ώρων στην ευρύτερη περιοχή, θέτουν σε εγρήγορση την ελληνική κυβέρνηση, την ώρα, που στο εσωτερικό εξελίσσεται η προεκλογική «μάχη» ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης της 9ης Ιουνίου.
Ήδη, άλλωστε, τα στοιχεία από την Ευρώπη καταδεικνύουν ότι η ανησυχία, που προκαλεί η τροπή των γεγονότων στη Μέση Ανατολή, κινητοποιεί περαιτέρω, εκτός από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και όλους τους Ευρωπαίους πολίτες. Σύμφωνα με το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο, το 81% των Ευρωπαίων, αλλά και το 81% των Ελλήνων πιστεύει ότι η προσέλευση στις κάλπες είναι ακόμη πιο σημαντική δεδομένης της γεωπολιτικής κατάστασης, ενώ το 60% ενδιαφέρεται για τις κάλπες των ευρωεκλογών.
Η κλιμάκωση στη Μέση Ανατολή βρέθηκε στο επίκεντρο του δείπνου των Ευρωπαίων ηγετών, στη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στις Βρυξέλλες.
Με δεδομένη την πρόθεση της Αθήνας να παραμείνει πυλώνας σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή, λαμβάνοντας σαφή θέση απέναντι στις εξελίξεις, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επανέλαβε την ελληνική θέση απερίφραστης καταδίκης των επιθέσεων του Ιράν εναντίον του Ισραήλ, επισημαίνοντας ότι οποιαδήποτε κλιμάκωση αυτή τη στιγμή θα ήταν απειλή για την περιφερειακή σταθερότητα και ασφάλεια. Η θέση της Αθήνας στέλνει μήνυμα προς όλες τις πλευρές, όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά στο Μέγαρο Μαξίμου.
Η Ελλάδα στέκεται δίπλα στο Ισραήλ, αλλά την ίδια στιγμή προτρέπει όλους να δείξουν την απαραίτητη αυτοσυγκράτηση, ώστε να αποφευχθεί μια επικίνδυνη περαιτέρω κλιμάκωση, με απρόβλεπτες συνέπειες. Σε αυτό το μήκος κύματος ήταν και η δήλωση του Έλληνα πρωθυπουργού, ο οποίος προσερχόμενος στη Σύνοδο Κορυφής υπογράμμισε ότι «την απερίφραστη καταδίκη της επίθεσης που δέχθηκε το Ισραήλ από το Ιράν θα συνοδεύει η παρότρυνση όλων των μελών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας προκειμένου η κρίση αυτή να εκτονωθεί, να μην επεκταθεί και να μην αποκτήσει χαρακτηριστικά περιφερειακής σύγκρουσης».
Στην ατζέντα των 27 ηγετών και οι εξελίξεις στην Ουκρανία, όπως και οι ευρωτουρκικές σχέσεις. Στη συζήτηση για την Τουρκία, στη βάση του Κοινού Ανακοινωθέντος Μπορέλ και Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κατάσταση των ευρωτουρκικών σχέσεων, η ελληνική θέση είναι σταθερή, υπέρ μιας αμοιβαία επωφελούς σχέσης. Η Ελλάδα τάσσεται υπέρ θετικών βημάτων στις ευρωτουρκικές σχέσεις, εφόσον και η τουρκική πλευρά δείχνει διάθεση συνεργασίας.
Η βάση συζήτησης, άλλωστε, είναι οι σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που υπογραμμίζουν ότι τα όποια βήματα θα είναι σταδιακά, αναλογικά και αναστρέψιμα. Η Ελλάδα προτάσσει και τις εξελίξεις στο κυπριακό, σε συντονισμό με τη Λευκωσία, στηρίζοντας τη σημασία της επανάληψης των συνομιλιών για τη βελτίωση και της ευρωτουρκικής συνεργασίας.
Θέση της ελληνικής πλευράς παραμένει ότι η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μπορεί να συμβάλει και στις προσπάθειες για επίλυση του Κυπριακού, με τον πρωθυπουργό να δηλώνει την ικανοποίησή του για τα συμπεράσματα στα οποία έχουν καταλήξει οι 27 για τις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Την ώρα, που, σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο, το 83% των Ελλήνων και το 73% των Ευρωπαίων πολιτών κρίνουν ότι οι ενέργειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν αντίκτυπο στην καθημερινή τους ζωή, οι 27 βάζουν στο επίκεντρο των συζητήσεων και το θέμα της ανταγωνιστικότητας, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να σημειώνει ότι δεν πρόκειται για μια αφηρημένη έννοια, όπως είπε χαρακτηριστικά, αλλά ότι η βελτίωσή της σημαίνει βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών, δηλαδή υψηλότερο διαθέσιμο εισόδημα για όλους, θέση, που αποτελεί και κεντρική δέσμευση της κυβέρνησής του.
Η παρουσία της Ελλάδας στο επίκεντρο των διεθνών εξελίξεων είναι ένας από τους ρόλους, που η κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί. Παράλληλα, στο εσωτερικό, βρίσκεται πλέον σε πλήξη εξέλιξη η προεκλογική «μάχη» των πολιτικών δυνάμεων, με το Μέγαρο Μαξίμου να έχει ήδη σκιαγραφήσει το «δίπολο», που βάζει απέναντί της. Κάνοντας μια προβολή στο παρελθόν, κυβερνητικά στελέχη επαναφέρουν στη συζήτηση τη συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, μιλώντας αυτή τη φορά για τον Στέφανο Κασσελάκη και τον Κυριάκο Βελόπουλο.
«Μόνο καταστροφές προκαλούν, είτε ανήκουν στην άκρα Δεξιά είτε ανήκουν στην Αριστερά. Αυτοί οι άνθρωποι, στο παρελθόν ενώθηκαν με την ίδια ακριβώς ρητορική», ήταν η χαρακτηριστική αποστροφή του Παύλου Μαρινάκη, σχολιάζοντας την αντιπολιτευτική τους τακτική.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επιμείνει στο διακύβευμα της κάλπης των ευρωεκλογών, θέτοντας την πολιτική σταθερότητα ως ζητούμενο, κάνοντας ευθεία αντιπαραβολή με τα πεπραγμένα της κυβέρνησής του όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη. Βάζοντας τον πήχη των ευρωεκλογών «στην ισχυρότερη δυνατή εκπροσώπηση της Νέας Δημοκρατίας», θα υπενθυμίζει, για παράδειγμα, τους πόρους, που εξασφαλίστηκαν σε κρίσιμες περιόδους, όπως η πανδημία ή στο Ταμείο Ανάκαμψης ή τις χρηματοδοτήσεις για σημαντικά για τη χώρα έργα, όπως ο φράχτης στον Έβρο.
Παρότι στην εκλογική αναμέτρηση έχει δοθεί εκτός από ευρωπαϊκή και εθνική διάσταση, στην κυβέρνηση ξεκαθαρίζουν ότι οι ευρωεκλογές αποτελούν μεν ένα σημαντικό σταυροδρόμι για τη σταθερότητα της χώρας, ωστόσο οι εθνικές εκλογές τοποθετούνται στο τέλος της τετραετίας, το 2027. Μέτρο σύγκρισης για το κυβερνητικό επιτελείο, παραμένουν πάντα τα ποσοστά των ευρωεκλογών του 2019, όταν η Νέα Δημοκρατία συγκέντρωσε ποσοστό 33,1%.
Στην παρούσα συγκυρία, ωστόσο, το ποσοστό δεν είναι το μόνο, καθώς κομβική θεωρείται η διατήρηση της μεγάλης διαφοράς από το δεύτερο κόμμα. «Ένα καθαρό μήνυμα νίκης της Νέας Δημοκρατίας, μια αποτύπωση συσχετισμών ξεκάθαρη», όπως είπε χαρακτηριστικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Το ενδιαφέρον στρέφεται πλέον στον επόμενο κύκλο δημοσκοπήσεων, που αναμένεται να αποτυπώνουν και τον αντίκτυπο του ευρωψηφοδελτίου της Νέας Δημοκρατίας.