Παιγνίδι εντυπώσεων άνευ ουσίας ήταν χθες η συζήτηση στη Βουλή για το μακάβριο γεγονός των Τεμπών. Έπρεπε βεβαίως να γίνει, γιατί αν δεν γινόταν θα αύξανε την καχυποψία ότι εξακολουθούν κάτι να θέλουν να κρύψουν.
Δεν ξέρουμε τι θέλει και αν θέλει να κρύψει η κυβέρνηση, αλλά ουσία δεν είχε, γιατί η συζήτηση ήταν μια οξεία καταγγελτική φιλολογία από το σύνολο της αντιπολίτευσης, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία και χωρίς παραγωγικό αποτέλεσμα.
Η ουσία τελικά εντοπίζεται στην πρόκληση του Μάκη Βορίδη: «Κατάλαβα την πεποίθηση σας ότι αν μη τι άλλο υπάρχουν ενδείξεις για την τέλεση ποινικών αδικημάτων των υπουργών. Εκείνο που δεν κατάλαβα είναι, εφόσον έχετε αυτή την πεποίθηση, θα καταθέσετε πρόταση για σύσταση προκαταρκτικής επιτροπής;», ρώτησε.
Η απάντηση του προέδρου της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ - Σωκράτη Φάμελλου ήταν όχι απλώς αμήχανη, αλλά «μια στο καρφί και μια στο πέταλο».
Κατ’ αρχάς υποκατέστησε… τον ελλείποντα Πρωθυπουργό. Είπε στον Βορίδη ότι… δεν του αναγνωρίζει το δικαίωμα να εκπροσωπεί μια κυβέρνηση, της οποίας τους νόμους δεν ψηφίζει (εννοούσε τον γάμο ομοφυλοφίλων). Δεν του αναγνωρίζει δηλαδή μια ιδιότητα που ανήκει αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του αρχηγού της κυβέρνησης!
Επίσης, ο Φάμελλος παραδέχτηκε ότι ενώ έχουν «ενδείξεις, αποδείξεις για την ευθύνη παραβίασης των ευθυνών ή για παραλείψεις υπουργών που συνδέονται -και το προβλέπει αυτό και το ανακριτικό υλικό- αιτιωδώς με το έγκλημα των Τεμπών», δεν θα καταθέσουν πρόταση για προανακριτική επιτροπή, επειδή η κυβέρνηση δεν θα συγκατανεύσει!
Ε και; Εφόσον έχουν «ενδείξεις, αποδείξεις» η κυβέρνηση θα εκτίθετο με ενδεχόμενη άρνησή της. Άλλωστε εάν αυτή η λογική κανοναρχούσε την αντιπολιτευτική συμπεριφορά των κομμάτων και δη των αξιωματικών αντιπολιτεύσεων, δεν θα κατατίθεντο ποτέ προτάσεις μομφής εναντίον των κυβερνήσεων ή συγκεκριμένων υπουργών, γιατί ποτέ οι προτάσεις μομφής δεν υπερψηφίζονται.
Συνήθως συσπειρώνουν τις κυβερνήσεις που δοκιμάζονται, αλλά η γνώση αυτής της συσπείρωσης δεν αποτρέπει τις αντιπολιτεύσεις να τις υποβάλλουν, αφού κατά τη γνώμη τους οι προτάσεις αυτές απογυμνώνουν και εκθέτουν τις κυβερνήσεις.
Και ενώ στην ουσία ο Βορίδης είχε δίκιο, και ενώ η αντιπολίτευση φιλολογούσε επί ευθυνών χωρίς να τις κατονομάσει, η κυβέρνηση έχανε τις εντυπώσεις. Κατ’ αρχάς με την πρωινή φράση του κυβερνητικού εκπροσώπου που μίλησε για «βδέλλες», αναφερόμενος σε όσους εργαλειοποιούν τον φρικτό θάνατο των 57.
Μπορεί να έχει δίκιο επί της ουσίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλεύεται ανοίκεια το τραγικό γεγονός, επενδύοντας στη συγκινησιακή φόρτιση της κοινής γνώμης. Χωρίς όμως να παρουσιάζει, μέσω κάποιας πρότασης για προανακριτική επιτροπή, τις αποδείξεις που λέει ότι διαθέτει.
Αλλά η κυβέρνηση ίσως δεν έχει κατανοήσει το μέγεθος αυτής της συγκινησιακής φόρτισης. Το κλίμα στην κοινωνία είναι έκρυθμο για το δυστύχημα. Ο κάθε πολίτης θέτει τον εαυτό του, και κυρίως το παιδί του, στη θέση των αδικοχαμένων. Βλέπει σαφώς ο πολίτης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλεύεται με πολιτική αναισχυντία το γεγονός. Εξ ου και η επένδυση στον θάνατο δεν φέρνει κέρδη. Τα ποσοστά του δεν αυξάνονται σε αξιόλογο βαθμό. Το πολύ να υπερκεράσει το περιδινιζόμενο ΠΑΣΟΚ.
Ωστόσο, ας έχει υπόψιν της η κυβέρνηση ότι μια σπίθα αρκεί για να αλλάξει το κλίμα. Γι' αυτό η ηπιότητα, η καταλλαγή, η ευπρέπεια, οι χαμηλοί τόνοι και η ψυχραιμία, θα πρέπει να είναι η απαραίτητη υπόκρουση σε κάθε συζήτηση για το αποτρόπαιο γεγονός. Κάθε οξύτητα εκ μέρους της την αποδυναμώνει, αφού εκ των πραγμάτων φέρει την πολιτική ευθύνη - την οποία συχνά η κοινή γνώμη συνδέει με την ουσιαστική.
Λόγω της φόρτισης του γεγονότος, ίσως δεν ήταν καταλληλότερη και η σκέψη του Πρωθυπουργού να απόσχει της συζήτησης. Δεν παρευρεθεί και στο παρελθόν σε παρόμοιες, όπως π.χ. στη συζήτηση για την παραπομπή του Νίκου Παππά. Ωστόσο, εδώ ήταν διαφορετικό αφού κάθε γεγονός αναπτύσσει τη δική του δυναμική, και έχει διαφορετικό βαθμό στον δείκτη της κοινωνικής ευαισθησίας.
Παράλληλα ο ελάχιστος αριθμός παρουσίας των κυβερνητικών βουλευτών κατά τη συζήτηση, δεν περιποιεί τιμή των απόντων στην ευθύνη που απορρέει από το κοινοβουλευτικό τους αξίωμα, ειδικά για μια τέτοια συζήτηση.
Σε κάθε περίπτωση εξαιτίας της σημασίας του γεγονότος και του κοινωνικού ενδιαφέροντος που προκαλεί, η ακροαματική διαδικασία θα λάβει πλήρη δημοσιότητα. Και όχι μόνο η δικαιοσύνη αλλά και η κοινή γνώμη θα αποδώσει και ευθύνες. Παράλληλα θα καταγράψει και τη λαϊκίστικη ανήθικη εκμετάλλευση που επιχειρήθηκε.