Το 2009, τρία μόλις χρόνια μετά την αποτυχία της πρώτης απόπειρας να δρομολογηθεί η αναθεώρηση του άρθρου 16 με τη συναίνεση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, και μόλις δυο χρόνια μετά την έναρξη των πρώτων ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην Κύπρο, έτυχε να βρεθώ για επιστημονικούς λόγους σε ένα από τα μεγαλύτερα ιδιωτικά Παν/μια της Τουρκίας, το Πανεπιστήμιο του Koc στην Κων/πολη. Εκεί συνάντησα συμπτωματικά έναν Έλληνα φοιτητή, ο οποίος μου είπε πως έκανε το διδακτορικό του στο συγκεκριμένο Παν/μιο με θέμα τη Βυζαντινή Τέχνη.
Παρά το γεγονός ότι λογικά αποδεχόμουν από τότε την ιδέα της αναθεώρησης του άρθρου 16 και της κατάργησης του κρατικού μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση, εντούτοις ήταν εκείνη την ημέρα που η τυχαία εκείνη συνάντηση με γέμισε με αισθήματα αγανάκτησης για τις ευκαιρίες που χάνει η πατρίδα μας μένοντας έξω από το διεθνή ανταγωνισμό για την προσέλκυση ξένων φοιτητών, αυτό που ονομάζεται διεθνοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης.
Από τότε, πέρασε πολύ καιρός και μόλις σήμερα το ζήτημα επανέρχεται στο προσκήνιο. Εν τω μεταξύ, όλοι ξέρουμε τι έχει συμβεί.
Η μικρή Κύπρος έχει καταφέρει μέσα στα χρόνια αυτά να γίνει ακαδημαϊκό κέντρο της νοτιοανατολικής μεσογείου. Είναι χαρακτηριστικό πως, όπως πρόσφατα έχει αναφέρει ο πρώην Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Αναστασιάδης, στην Κύπρο, το 2013 σπούδαζαν μόλις 8.000 ξένοι φοιτητές, ενώ σήμερα πάνω από 35.000 από 100 και πλέον διαφορετικές χώρες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεύθυνσης Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΔΑΑΕ) του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου το ποσοστό των μη Κυπρίων φοιτητών στα Κυπριακά ΑΕΙ ανέρχεται στο εντυπωσιακό 53%!
Θα μπορούσε βέβαια να ρωτήσει κανείς, γιατί συνδέω τα ζητήματα της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων και της διεθνοποίησης. Πράγματι, αν και λογικά θα μπορούσε να επιτευχθεί η διεθνοποίηση σε κάποιο βαθμό και μέσω των κρατικών ΑΕΙ (οι δυο τελευταίες κυβερνήσεις άλλωστε έχουν κάνει σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση), εντούτοις η εμπειρία δείχνει πως σε περιφερειακές χώρες όπως είναι η Ελλάδα, η Κύπρος, η Τουρκία, κλπ. αυτός ο στόχος επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό κυρίως μέσω των μη κρατικών ΑΕΙ λόγω της μεγαλύτερης ευελιξίας και της ταχύτατης ανταπόκρισης στις ανάγκες της διεθνούς ανταγωνισμού που τα διακρίνουν.
Κατά συνέπεια, ο συνδυασμός των ρυθμίσεων που προβλέπει το σχέδιο νόμου που εισάγεται στη Βουλή των Ελλήνων και αφορά τη διευκόλυνση της προσέλκυσης ξένων φοιτητών από τα δημόσια ΑΕΙ, σε συνδυασμό με αυτές που προβλέπουν τη δυνατότητα ίδρυσης μη κρατικών ΑΕΙ αναμένεται να καταστήσει τη χώρα σημαντικό διεθνές εκπαιδευτικό κέντρο αξιοποιώντας πλήρως όλα τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα (μεγάλη ιστορία και πολιτισμό, χώρα μέλος της Ε.Ε., χώρα σταυροδρόμι τριών ηπείρων, υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό, κλπ).
Τα πλεονεκτήματα είναι προφανή. Πέρα από την οικονομική ανάπτυξη, και τα κέρδη στο επίπεδο του brain gain, το σημαντικότερο όφελος θα είναι ότι η Ελλάδα θα διαθέτει πλέον πρεσβευτές σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Πρεσβευτές που θα παρακολουθούν στενά το τι συμβαίνει στη χώρα, θα τίθενται αλληλέγγυοι στα προβλήματα που αντιμετωπίζει και θα τη διαφημίζουν με κάθε τρόπο στις χώρες τους. Πρόκειται για ένα άυλο κεφάλαιο ανυπολόγιστης αξίας.
Ακόμα θυμάμαι το πως μιλούσαν για την Ελλάδα οι Ιορδανοί γιατροί που είχαν σπουδάσει παλαιότερα στην Ελλάδα και συνάντησα στο Αμάν, και καθημερινά βλέπω με ποιο τρόπο ενδιαφέρονται οι συνάδελφοί μου στο Πανεπιστήμιο για τις χώρες στις οποίες σπούδασαν είτε σε προπτυχιακό, είτε σε μεταπτυχιακό επίπεδο.
* Ο Κώστας Δημόπουλος είναι καθηγητής Σχολικής Εκπαίδευσης στο Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου